Articles concerning History & Philosophy of Science
Home Page

Translated Papers

History of Technology-Articles

Photos

Favorite Links

Guest Book

Áêïëïõèåß åñãáóßá ìïõ ãéá ôï ìÜèçìá "ÅöáñìïóìÝíç ÇèéêÞ" ìå ôßôëï "ÇèéêÞ êáé ôñïìïêñáôßá" êáé ìéá ìåôÜöñáóç ìïõ áðü ôï âéâëßï ôïõ P.Hamilton,"Knowledge and Social Structure",London and Boston, 1974, ìå ôßôëï "Ç Ó÷ïëÞ ôçò Öñáíêöïýñôçò"


ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

1. Η πολιτική βία και η αναγκαιότητα των ηθικών ερωτημάτων

Η έννοια της βίας είναι βαθιά συνυφασμένη με το χαρακτήρα του ανθρώπου, κατά πολλούς, μια κατάσταση της ίδιας της Φύσης, που εκδηλώνεται στον άνθρωπο, περισσότερο ή λιγότερο, διαμορφώνει τους δεσμούς του με το περιβάλλον σε όρους κοινωνικότητας, τον χαρακτηρίζει και τον προσδιορίζει, του αποδίδει χαρακτηρισμούς, και τον αξιολογεί. Στο υποσυνείδητο του ανθρώπου, η βία λογίζεται οπωσδήποτε ως κάτι αρνητικό, και απαιτεί μια πιο εξελιγμένη συζήτηση για να καταλήξουμε αν ναι ή όχι και κατά πόσο αυτός ο ισχυρισμός είναι απλώς περιγραφικός μιας έμφυτης απέχθειας και φοβίας απέναντι στην εξάσκηση ή και την απειλή της βίας, και όχι ουσιαστικός. Μέσω αυτής της φοβίας1 , και εξαιτίας της πολυπλοκότητας της σύγχρονης κοινωνίας, η βία ως αναφορά ως διαδικασία, και ως έννοια, επεκτείνεται σήμερα όλο και περισσότερο σε διάφορους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Γίνεται π.χ. λόγος για φραστική βία, για τη βία της γλώσσας, για τη δομική βία, για κοινωνική βία από πρόσωπα ή από οργανισμούς, χωρίς να κατ’ ανάγκην να ενέχεται η εξάσκηση φυσικής ή ψυχολογικής πίεσης, χωρίς δηλ. η βία να νοείται με τον παραδοσιακό τρόπο ως καταστροφή2. Σ’ αυτό το άρθρο, όπου αναλύεται διεξοδικά η ηθική δικαίωση της πολιτικής βίας, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι η βία δεν είναι κατ’ ανάγκην κάτι κακό, ή τουλάχιστον ότι δεν πρέπει να λαμβάνεται αρνητική ως έννοια εκ των προτέρων, πριν σταθμισθούν οι δεδομένες συνθήκες, και αποδοθούν γεγονότα και προθέσεις ως τους αρμόζει… Θα δώσουμε τώρα έναν γενικό ορισμό της πολιτικής βίας, που θα το χρησιμοποιήσουμε σα σημείο αναφοράς, αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της εργασίας.

Ορισμός: Ως πολιτική βία ορίζεται οποιαδήποτε υπολογίσιμη ή καταστροφική χρήση βίας ενάντια σε πρόσωπα ή πράγματα, μια χρήση βίας που απαγορεύεται από το νόμο, και κατευθύνεται προς αλλαγές στην πολιτική, στο προσωπικό ή στο σύστημα διακυβέρνησης, και συνεπώς σε αλλαγές στην ίδια την κοινωνία.3

Αυτός ο ορισμός, παρότι ή ίσως ακριβώς εξ’ αιτίας της γενικότητάς του, καλύπτει διάφορες χαρακτηριστικές περιπτώσεις πολιτικής βίας, όπως φυλετικές εξεγέρσεις, δολιοφθορά περιουσιών από πυρκαγιές και ωρολογιακούς μηχανισμούς, απαγωγές, αεροπειρατείες και δολοφονικές ενέργειες κατά συγκεκριμένων προσώπων. Επίσης εμπεριέχει την επαναστατική βία του παρελθόντος ( Ρωσική επανάσταση κλπ.). Το πρόβλημα πάντως της πολιτικής βίας, αν και βρίσκεται στα όρια της πολιτικής και της ηθικής φιλοσοφίας, είναι επίσης σαφέστατα ένα πρόβλημα δικαιοσύνης κυρίως, πρόβλημα έννομης τάξης και θετικών όπως και αρνητικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Παρόλα αυτά, πολλές φορές, αμφισβητείται ακόμη και αυτή η ίδια η έγερση ενός ηθικού ερωτήματος αναφορικά με τη χρήση βίας για πολιτικούς σκοπούς. Και αυτό όχι κατά ανάγκη εξ’ αιτίας μιας ιδιόμορφης ανηθικότητας αλλά λόγω του ιδιαιτέρου ιδεολογικού χαρακτήρα μιας τέτοιας πράξης, η πιο σωστά της ιδεολογικής του τεκμηρίωσης και δικαίωσης.
Θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε μια τέτοια αντιμετώπιση σε τρεις κατηγορίες4

1.1 Το δόγμα της ιστορικής αναγκαιότητας: Οφείλει τη γένεσή του στο Μαρξισμό και πιο συγκεκριμένα στον ιστορικό διαλεκτικό υλισμό. Υποστηρίζει ότι είναι αναπόφευκτη μια σύγκρουση μεταξύ της άρχουσας τάξης και του προλεταριάτου η οποία νομοτελειακά, ενέχει τη χρήση βίας αφού η απόκτηση της εξουσίας και η μετάβαση σε μια διακυβέρνηση της χώρας από τη δικτατορία του προλεταριάτου5, που θα οδηγήσει στον κομμουνισμό, θα συναντήσει μοιραία, τη βίαιη αντίδραση της αστικής τάξης της οποίας τα συμφέροντα θα θιχθούν στον Α ή τον Β βαθμό.

1.2 Η απλοϊκότητα του ηθικού ερωτήματος: Μια άποψη που βασίζεται στο ότι, σε ζητήματα πολιτικής βίας, είναι απλοϊκό να σκέφτεται κανείς αν οφείλει η τρομοκρατική πράξη να αισθάνεται δικαιωμένη. Οι αμοραλιστές αυτής της κατηγορίας πιστεύουν ότι αυτά είναι ερωτήματα που αφορούν κληρικούς, ανερχόμενους δημοσιογράφους και εκείνους που είναι τυφλωμένοι από την ταξική προκατάληψη, και τα διαγράφουν ως απλουστευτικά ή και απλοϊκά. Είναι προφανές ότι αυτή αντιμετώπιση δε σταθμίζει σωστά τα πράγματα και είναι αποτέλεσμα παρεξηγήσεων. Γιατί ακόμη και αν κάποιος δεχθεί ότι ένα τέτοιο ερώτημα είναι απλοϊκό- άποψη η οποία παρασάγγες απέχει από την ορθή- δε θα πρέπει να λογίζεται αυτόματα ως αδύναμο. Η ηθική δεν είναι προνόμιο της διανόησης, και η εφαρμογή

της, αυτό ακριβώς οφείλει να κάνει, να απαντάει δηλ. σε ερωτήματα που γεννιούνται και βασανίζουν τον απλό άνθρωπο.
1.3 Η αντιστάθμιση του ηθικού ερωτήματος: Εδώ, αναγνωρίζεται ότι υφίσταται ηθικό ερώτημα του οποίου μάλιστα η σπουδαιότητα, τουλάχιστον φαινομενικά, δεν υποβαθμίζεται. Όμως εισάγεται επίσης και η έννοια μιας «άλλου είδους» δικαίωσης. Ορισμένοι τέτοιοι παράγοντες που αντιπροτείνονται είναι η «δικαίωση της Ιστορίας», η «μακροπρόθεσμη κοινωνική λειτουργικότητα» κλπ. Εν ολίγοις το ερώτημα μετατίθεται και χρονικά αλλά και ουσιαστικά σε μια περίοδο όπου η πράξη θα εξετασθεί υπό το πρίσμα μιας ιστορικής ανασκόπησης, που θα απεγκλωβίσει την πράξη από τα ηθικά διλήμματα και θα την εντάξει στην κατηγορία των «μοιραίων κακών» για το καλό της ανθρωπότητας. Όμως αυτού του είδους η αντιμετώπιση, εκτός του ότι διατηρεί μια ισοπεδωτική αντίληψη για τον ιστορικό ρου, εξομοιώνει το «απόλυτο κακό» και το «απόλυτο καλό» σε επίπεδο ιστορικής δράσης και αγνοεί τον παράγοντα του ενεστώτος χρόνου ως συνδιαμορφωτή και σύντροφο της ανθρώπινης εξέλιξης.

Είναι πάντως αδιαμφισβήτητο, και αυτό ισχύει για όλες από τις παραπάνω περιπτώσεις αμοραλιστικής τοποθέτησης , ότι πράγματι εγείρονται ηθικά ερωτήματα, όταν κάποιος αναφέρεται στην οποιαδήποτε χρήση βίας, και μάλιστα αυτά τα ερωτήματα σημασιολογικά είναι τουλάχιστον συγκρίσιμα του οποιοδήποτε αποτελέσματος θετικού ή αρνητικού μπορεί να προκύψει από τη χρήση αυτή.





2. Πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα, απελευθερωτικά κινήματα

Στη χαραυγή της τρίτης χιλιετίας, η ανθρωπότητα βρίσκεται σε κατάσταση ώστε τα προβλήματα εκδημοκρατισμού και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να διαιωνίζονται και να χρονίζουν. Ουσιαστικό πρόβλημα αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, για την ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας σε βάσεις ανθρωποκεντρικές, η χρήση βίας από πολιτικές και κοινωνικές ομάδες, με στόχο την εκπλήρωση αιτημάτων πολιτικής υφής και την ικανοποίηση σκοπιμοτήτων

Αυτό το φαινόμενο μπορεί να χωρισθεί, χονδρικά, σε δύο κατηγορίες:

2.1 Την αναρχική πολιτική δραστηριότητα και τις ταξικές επαναστάσεις που έχουν τη βάση τους στον απλοϊκό μαρξισμό. Ο Ενγκελς στο Αντι- Ντύρινγκ χαρακτηρίζει όλη την ηθική σαν ταξική ηθική6. Είναι, κατά τη γνώμη του, ένα όργανο της άρχουσας τάξης, ή μιας καταπιεσμένης, αλλά ανερχόμενης τάξης. Μια περισσότερο επεξεργασμένη άποψη παρέχεται από τους Μαρξ και Ενγκελς, στη Γερμανική Ιδεολογία. Ο Jeremy Bentham και ο Mill έχουν ανάλογες θέσεις με δεδομένη τη ουσιαστική διαφοροποίησή τους στην διατύπωση και στις αναφορές. Υποστηρίζουν δηλαδή, ότι σε κοινωνίες εν εξελίξει, τα μέλη μιας ανερχόμενης τάξης, επικοινωνούν μεταξύ τους σχεδόν μυστικιστικά, αλληλοσυμπληρώνονται, βοηθούνται, αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο και υποστηρίζονται. Εκεί ενδεχομένως να βρίσκεται και η απαρχή των ανισοτήτων, ανάμεσα στα μέλη της και τα μέλη των κατώτερων τάξεων7 που αναπόφευκτα οδηγούν στην ταξική σύγκρουση. Από την άλλη, ο Λένιν θεωρεί την επανάσταση των μοναδικό ηθικά δικαιωμένο πόλεμο8. Υποστηρίζει ότι έτσι κι αλλιώς ο καπιταλισμός ενέχει φρίκη σε καθημερινή βάση, οπότε ουσιαστικά πρόκειται για μια άποψη που ηθικά, σταθμίζει τα καλά και τα κακά. Αυτό επίσης σημαίνει ότι ο Λένιν, ήταν στην πραγματικότητα ένας καταστασιακός ειρηνιστής αφού αποκηρύσσει μ’ αυτόν τον τρόπο κάθε είδους πόλεμο (πλην φυσικά της επανάστασης). Στις μέρες μας, το ερώτημα της ηθικής δικαίωσης μιας ταξικής επανάστασης φαίνεται να στέκει εξαιρετικά αμήχανο, αν συγκριθεί με τα πλέον σύνθετα προβλήματα της πολυπλοκότητας της σύγχρονης κοινωνίας. Η έννοια «ταξική επανάσταση» φαντάζει από μόνη της αναχρονιστική, άκαιρη και αδύναμη μέσα στην άκαμπτη και απελπισμένη της προσπάθειά της να ερμηνεύσει την πολυπλοκότητα της ολοκληρωτικής παγκοσμιοποίησης με πρωτεϊκά απλουστευτική και αναγωγική λογική. Παρόλα αυτά «ταξικοί αγώνες» συμβαίνουν και σήμερα σε διάφορα σημεία του πλανήτη και τα κίνητρά τους εγείρουν σημαντικά ηθικά ερωτήματα. Ένα κίνητρο για την ηθική μετα-δικαίωσή τους, κυρίως σε περιπτώσεις ανατροπής απολυταρχικών καθεστώτων, θα μπορούσε να αποτελέσει η αίσια έκβασή τους ή τουλάχιστον η αποτελεσματικότητά τους αναφορικά με βήματα εκδημοκρατισμού στο εσωτερικό των αντιστοίχων κοινωνικών δομών. Η αποτελεσματικότητα μιας ένοπλης εξέγερσης ή ακόμα και μιας δραστηριότητας δολιοφθορών απέναντι σε τέτοια καθεστώτα, αν και ουσιαστικά θα μπορούσαν να περιλάβουν ένα πλήθος παραμέτρων, καθορίζεται βασικά από τους πιο κάτω παράγοντες9: (1) την αντίδραση της κυβέρνησης, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι ποικίλλει σαν παράγοντας τουλάχιστον σε ότι αφορά το μέγεθος και την ένταση, την κοινωνική βάση ή στήριξη, τις αρχές,την ιδεολογία, τους σκοπούς και τη στρατηγική, την ηγεσία, τους οικονομικούς πόρους, την οργανωτική διεκπεραίωση και τα όπλα που ενδεχόμενα χρησιμοποιήσει, (2) την ισχύ της κυβέρνησης, που έχει να κάνει τουλάχιστον με τη μορφή της, τη δημοτικότητά της, τις πηγές της και τη σταθερότητά της, και (3) το διεθνές περιβάλλον, το οποίο περιλαμβάνει την επιροή και την υποστήριξη άλλων κυβερνήσεων, κινημάτων και ομάδων, την αλλαγή συσχετισμών ανάμεσά τους και εν τέλει την επιρροή και την πίεση της παγκόσμιας κοινής γνώμης.
Αυτές οι προκείμενες, η πολυπλοκότητά τους και οι ιδιαιτερότητές τους, αγγίζουν το όριο της χαοτικής επίδρασης στην αποτελεσματικότητα της έκβασης και καθιστούν φανερό, ότι κατά τη γένεση μιας διαδικασίας ένοπλης εξέγερσης δεν μπορεί να καθορισθεί εκ των προτέρων, ποιες εκ των παραμέτρων, και με ποιόν τρόπο θα αποδειχθούν τελικά καίριες και αποτελεσματικές. Η επίκληση δε, των νόμων της Ιστορίας όπως και του προαναφερθέντος στην παράγραφο 1.1 δόγματος της ιστορικής αναγκαιότητας, δεν έχουν καταφέρει να βρουν ως τώρα ικανούς ιστορικούς ώστε να παράγουν εξηγήσεις αποτυχίας ή επιτυχίας στις ταξικές εξεγέρσεις του παρελθόντος, ή να προβλέψουν την έκβαση μελλοντικών τέτοιων εξεγέρσεων. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι στο παρελθόν, κάποιο γεγονός ήταν ιστορικά επιβεβλημένο, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την ακολουθία γεγονότων που θα έκαναν αυτό το γεγονός ιστορικά αναγκαίο10. Η ιστορία είναι το προϊόν των ανθρώπινων ανακαλύψεων διαφόρων ειδών, και οι χωρίς τέλος ανακαλύψεις δημιουργούν χωρίς τέλος αλλαγές. Οι ερμηνείες που δίνονται σήμερα για την Οκτωβριανή επανάσταση, περνούν μέσα από το φάσμα της κινέζικης επανάστασης, της επανάστασης στην Κούβα, στην Κορέα και στο Βιετνάμ, στο Ελ Σαλβαδόρ και στη Νικαράγουα. Καμιά όμως από αυτές τις περιπτώσεις δεν κατάφερε να παράγει ουσιαστικά επιχειρήματα ηθικής δικαίωσης, ικανά να δικαιολογήσουν την απώλεια ζωής «αθώων», και να εξηγήσει αν αυτό το τίμημα άξιζε πραγματικά τον κόπο, ποιο ιδανικό εκπληρώθηκε, αν εκπληρώθηκε δηλ.. μια ικανή «ηθική αριθμητική»11 που να περιέχει τις έννοιες δούναι και λαβείν με ηθικούς όρους. Η σημερινή πραγματικότητα μάλιστα, δηλ. η κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων και η παγκόσμια επικράτηση της λογικής της αγοράς, φανερώνει την αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να εκμεταλλευτεί δημιουργικά το αίμα που χύθηκε για χάρη του, και αφήνει μια πικρία απροσδιόριστης απώλειας για το παγκόσμιο κοινωνικό γίγνεσθαι σαν να έχει πεθάνει πρόσφατα κάποιος μακρινός συγγενής και ταυτόχρονα λυπόμαστε, όχι μόνο για το θάνατό του αλλά και για τη χαμένη ευκαιρία να τον γνωρίσουμε καλύτερα.

2.2 Τα απελευθερωτικά κινήματα των οποίων η δράση συνδέεται κυρίως με θρησκευτικούς (ιερούς) αγώνες, εθνολογικές εδαφικές διεκδικήσεις, και την απαίτηση ανεξαρτητοποίησης μειονοτήτων. Οι πολιτικές ομάδες που ενεργοποιούνται σε αυτά τα πλαίσια, κατ’ αρχήν δεν είναι όλες ίδιες12. Εννοώ με αυτό, ότι δεν έχουν κοινές, κατ’ ανάγκη ιδεολογικές βάσεις, δεν υπηρετούν κατ’ ανάγκη, κοινό σκοπό, και κυρίως δεν υιοθετούν όλες τις ίδιες πρακτικές, ούτε και έχουν κοινούς μηχανισμούς ηθικής δικαίωσης. Στηρίζονται όμως όλες στην κατάφορη αδικία των διεθνών συνθηκών και του Διεθνούς Δικαίου, να υπερασπίσουν τα δικαιώματα των μειονοτήτων ή των εθνοτήτων ή ακόμα και των οργανωμένων κρατών ,από τις οποίες προέρχονται. Με άλλα λόγια αναλαμβάνουν δράση, διότι κανείς δεν τους αφιερώνει την απαιτούμενη προσοχή. Και αυτή η έλλειψη διεθνούς ενδιαφέροντος σε ορισμένες περιπτώσεις είναι καταστροφική γι’ αυτούς.
Χαρακτηριστικά αναφέρω την άποψη του Αντώνη Σαμαρά στο άρθρο του «Βία και Διεθνής πολιτική» : « Όταν οι Κούρδοι του Ιράκ εξεγείρονται κατά του Σαντάμ Χουσεϊν , που είναι «παρίας» του διεθνούς συστήματος, η διεθνής κοινότητα τους αναγνωρίζει ως «αγωνιστές της ελευθερίας». Όταν όμως οι Κούρδοι της γειτονικής Τουρκίας, εξεγείρονται, η διεθνής κοινότητα τους θεωρεί «τρομοκράτες».»13
Επίσης το ζήτημα της ηθικής δικαίωσης αναφορικά με τη δράση τέτοιων ομάδων χαρακτηρίζεται από μια διτότητα . Π.χ. στην περίπτωση του ΙΡΑ (Ιρλανδικός Επαναστατικός Στρατός). Δεν είναι φυσικά όλοι οι Ιρλανδοί μέλη του, δε γνωρίζουν τους μηχανισμούς του, και ενδεχομένως ούτε καν τις ξεκάθαρες πολιτικές του σκοπιμότητες. Πολλοί εξ’ αυτών ψηφίζουν διάφορα πολιτικά κόμματα που δεν εγκρίνουν τις πρακτικές του, και σίγουρα όταν πηγαίνουν τις Κυριακές στις εκκλησίες τους και στους εξομολογητές τους δεν αισθάνονται να τους βαραίνει τη συνείδησή τους, ούτε καν σαν ενδεχόμενο, η αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής. Όταν όμως συμβαίνει κάποιο χτύπημα του ΙΡΑ στο Λονδρέζικο μετρό, το οποίο πιθανότατα έχει και θύματα «αθώους» και «ανυποψίαστους» πολίτες, πάρα πολλοί Ιρλανδοί, μεταξύ των οποίων άνθρωποι με τεράστιες διαφορές στο μορφωτικό και το βιοτικό τους επίπεδο, αισθάνονται βαθιά δικαιωμένοι.14
Σαφώς εντονότερο, και πλέον κυρίαρχο το συναίσθημα της θρησκευτικής υπερβολής στο Ισλάμ, και γενικά στις ανατολικές θρησκείες συνδυάζεται με την έγκριση των θρησκευτικών αρχηγών.15 Εκεί τα απελευθερωτικά κινήματα χωνεύουν ένα ιδιότυπο μείγμα μαρξισμού και θρησκευτικού φανατισμού, για να περάσουν στο λαό περισσότερο εύληπτα την αναγκαιότητα της χρήσης βίας, ή να προχωρήσουν ακόμα περισσότερο σε καταστάσεις απόλυτου και τυφλού φανατισμού16. Αυτά τα πράγματα(ο σεβασμός στη γη των προγόνων, η τήρηση των εθίμων και των τοπολογικών πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων, ο ιερός πόλεμος) άλλωστε στηρίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι και συγκροτούν δομές, άγνωστες για τον δυτικό άνθρωπο, ο οποίος όμως θεωρεί εαυτόν κυρίαρχο της ζωής στον πλανήτη. Και είναι εξαιρετικά δύσκολο να πεισθεί για τη μη χρήση βίας ένας Κούρδος ο οποίος βλέπει τα αδέλφια του να αποκεφαλίζονται από τα εκκαθαριστικά τουρκικά τάγματα, βλέπει την οικογένειά του να πεινά, και τη γη των πατέρων του να αποτραβιέται σιγά-σιγά κάτω από τα πόδια του σα χαλάκι. Όλα αυτά λειτουργούν αθροιστικά και φανατίζουν με ακραίο τρόπο, σε σημείο έγκυες μητέρες να μετατρέπονται σε ανθρώπινες βόμβες και να πυροδοτούν τον εαυτό τους σε κεντρικές αγορές της Τουρκίας, αρνούμενες να παραδώσουν τον εαυτό τους και τα παιδιά τους σ’ αυτό το απόλυτα αναξιοπρεπές
αύριο που τους επιφυλάσσει η διεθνής κοινότητα.. Ο σεβασμός στην ανείπωτη χαρά της μητρότητας που συνοδεύει την εγκυμοσύνη και αποτελεί ένα κομμάτι της λειτουργίας της ίδιας της φύσης δίνει τη θέση του στην αυτοκαταστροφική μανία και στο ανείπωτο μίσος. Εδώ πράγματι, υπό το φως μιας τόσο συγκλονιστικής πράξης, φαίνεται να χάνει το νόημά του το ηθικό ερώτημα.





3. Η πολιτική βία και τα εργαλεία του ηθικού φιλοσόφου

Θα εξετάσουμε τώρα μερικές από τις σημαντικότερες ηθικές θεωρίες, και θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε συνοπτικά τις θέσεις τους απέναντι στο πρόβλημα της γενικότερης πολιτικής βίας, διατηρώντας πάντα την αμφιβολία μας, στο κατά πόσο πρέπει ή όχι να θεωρείται η βία ως a priori αρνητική έννοια17. Έχουμε επίσης ήδη τοποθετηθεί με συμπάθεια και κατανόηση (χωρίς κανείς να υποστηρίζει ότι ο φόνος είναι συμπαθής ), απέναντι στην αναγκαιότητα της χρήσης βίας, με την έννοια της δολιοφθοράς, σε περιπτώσεις εθνοαπελευθερωτικών αγώνων. Με βάση αυτά πρέπει να κριθεί και η προσέγγισή μας στις φιλοσοφικές θέσεις που ακολουθούν.

3.1 Η ιερότητα της ζωής
Ας αρχίσουμε τη συζήτηση με έναν προβληματισμό επί του αγαθού της ζωής και το χαρακτηρισμό του σα το πολυτιμότερο αγαθό όλων18. Κατ’ αρχήν μια θρησκευτική χριστιανική άποψη η οποία θέλει την ανθρώπινη ζωή σαν υπέρτατο αγαθό, βασίζεται στη δύναμη της πίστης. Όταν αναφερόμαστε σε θέματα πίστης είναι καθαρά προσωπικό αν κάποιος αποδεχθεί ή όχι την ανθρώπινη ζωή ως ένα δώρο του θεού προς τον άνθρωπο. Και φυσικά κανείς δεν πρέπει να χαρακτηρισθεί ανήθικος, εξ’ αιτίας της άρνησής του να παραδεχθεί ένα θρησκευτικό δόγμα. Υπάρχουν άλλωστε και πολλές θρησκείες, κυρίως ανατολικές, που έχουν συνδέσει την αποδοχή και την ηθική δικαίωση των απελευθερωτικών αγώνων με ζητήματα θρησκευτικής πίστης19, συμπεριλαμβάνοντας ως πρακτική, και τρομοκρατικές επιθέσεις που έχουν μοιραία σαν αποτέλεσμα την απώλεια της ζωής αθώων. Κατ’ αρχήν ο ισχυρισμός « η ζωή έχει υπέρτατη αξία » είναι στην πραγματικότητα ένας ισχυρισμός ο οποίος αναφέρεται σε κάτι που θα έπρεπε να ισχύει και όχι σε κάτι που ισχύει έτσι και αλλιώς. Να υποστηρίξουμε ότι η ανθρώπινη ζωή πρέπει να γίνεται από όλους σεβαστή είναι αποδεκτό, όμως να υποστηρίξουμε ότι πρόκειται για το απόλυτο αγαθό είναι ανεδαφικό, ουτοπικό στην εφαρμογή του και εν γένει παραπλανητικό. Μια τέτοια άποψη ταυτίζεται σχεδόν με μια αντίληψη παγκοσμιοποίησης της απόλυτης αγάπης, της αγάπης προς όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Ακόμη όμως και αν δεχθούμε ότι κάποιος μπορεί να «αγαπά όλους τους ανθρώπους» αυτή η αγάπη δεν μπορεί να είναι υπέρτατη. Μπορούμε να αγαπάμε υπέρτατα-με την έννοια του υπερθετικού βαθμού- μόνο έναν άνθρωπο, όχι
ταυτόχρονα όλους τους ανθρώπους με την ίδια ένταση. Συνεπώς η έννοια της ανθρώπινης ζωής ως του πολυτιμότερου των αγαθών , δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί καν σαν βάση ενός συνεπούς ( στην πραγματικότητα αφελούς ) ειρηνισμού, που θα βοηθούσε στην ηθική αποτίμηση της πολιτικής βίας που στρέφεται κατά πολιτών.


3.2 Κανονιστικές θεωρίες, π.χ. η κανονιστική ορθολογικότητα που είναι και η άποψη του Κ. Popper. Ο Popper χαρακτηριστικά αναφέρει : «Δεν θα έπρεπε να είναι μια μάταιη ελπίδα – να ελαττωθεί η βία και να χαλιναγωγηθεί από τον Ορθό Λόγο. Ίσως γι’ αυτό, ανάμεσα σε άλλα πιστεύω στον Ορθό Λόγο και αποκαλώ τον εαυτό μου ορθολογιστή. Είμαι ορθολογιστής επειδή βλέπω στη συμπεριφορά της αιτίασης τη μόνη εναλλακτική λύση ενάντια στη χρήση βίας»20. Η ορθολογική συμπεριφορά συνδέεται στενά με τις ηθικές αξίες. Ο ορθολογιστής είναι κάποιος ο οποίος: α) σκέφτεται αναφορικά με τις αξίες του, αναζητά σχετικά γεγονότα (σημεία αναφοράς) και μορφοποιεί τις αξίες του υπό την καθοδήγησή τους, και β) είναι ένας ορθολογικός πράκτορας, πράττοντας με τέτοιον τρόπο ώστε να κάνει το καλύτερο με βάση τους όρους που ορίζουν οι αξίες του21. Φυσικά κάποιος μπορεί να παρατηρήσει αμέσως ότι, με βάση αυτόν τον ορισμό, μπορεί να θεωρηθεί ορθολογική η χρήση βίας, με σκοπό την προώθηση των αξιών συγκεκριμένων ατόμων ή ομάδων, των οποίων οι αξίες δεν ελέγχονται και κατά συνέπεια δεν κρίνονται ηθικά δικαιωμένες η μη, από το σύνολο των υπολοίπων. Εδώ ο Ορθός Λόγος του Popper μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνος, αν δε φροντίσει να καλυφθεί ιδεολογικά από τέτοια ενδεχόμενα.

3.3 Ελευθεροκρατία ( Φιλελευθερισμός )22 Οφείλει τη γένεσή της στον J.Locke, και έχει χρησιμοποιηθεί και εφαρμοσθεί σαν πολιτικό - κυρίως – ρεύμα και σαν φιλοσοφία ζωής, στα 2/3 του πλανήτη, έχοντας σημαδέψει τον 20ο αιώνα. Η βασική απαίτηση της ηθικής ελευθεροκρατίας , είναι η μη ανάμιξη με τους άλλους αναφορικά με ότι τους ανήκει. Και αυτό που «ανήκει» στον καθένα μας, είναι το κορμί μας, το μυαλό μας, οτιδήποτε έχουμε επιτύχει, ότι μας έχει δοθεί είτε σαν δώρο είτε σαν εκούσια ανταλλαγή, τέλος οτιδήποτε τίθεται στην κατοχή μας και το οποίο δεν ανήκει ήδη σε κάποιον άλλο. Καθένας μας μπορεί να κάνει ότι επιθυμεί με ότι του ανήκει, αλλά με οτιδήποτε ανήκει σε οποιονδήποτε άλλο, κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα εκτός και αν λάβει τη συγκατάθεση του άλλου. Από όπου προκύπτει και το όνομα της θεωρίας. Πρέπει να σεβόμαστε απόλυτα την ελευθερία των άλλων να πράττουν όπως τους ευχαριστεί με οτιδήποτε τους ανήκει. Στην ελευθεροκρατία, όταν κάποιος χρησιμοποιήσει βία ενάντια σε κάποιον άλλο, είναι σα να ξεπερνάει αυτά τα όρια της προσωπικής ελευθερίας του χωρίς άδεια, προκαλώντας τραυματισμό, πόνο, μόνιμη βλάβη ή και τον ίδιο το θάνατο, και αφού ο καθένας έχει την ελευθερία της αυτοδιάθεσης του εαυτού του, η βία είναι απόλυτα καταδικαστέα όταν στρέφεται ενάντια σε άτομα που δεν έχουν κάνει κανένα λάθος οι ίδιοι. Παρ’ όλα αυτά αν κάποιος έχει ήδη παραβιάσει τα ηθικά όρια της ελευθεροκρατίας, ο άλλος αποκτά αυτόματα το δικαίωμα της αποκατάστασης. Συνεπώς, η βία όταν χρησιμοποιείται για να αποκαταστήσει αδικίες ενάντια στους ενόχους αυτών των αδικιών, είναι δικαιωμένη. Οποιαδήποτε άλλη βία είναι λάθος. Φυσικά, όπως και στην παράγραφο 2.2 αναφέρεται, είναι καθαρά υποκειμενική η αντιμετώπιση της βίας ως σωστής ή λάθος με βάση την ελευθεροκρατία (η οποία σηματοδοτεί και καθορίζει με απόλυτο τρόπο τις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαίου σαν νοοτροπία). Διότι θα χαρακτηρισθεί , δίκαιος ο πόλεμος κατά της Σερβίας, επειδή «καταπατά τη γη, τις παραδόσεις, τον πολιτισμό, τις ιδιαιτερότητες και εν τέλει τα «ανθρώπινα» δικαιώματα των Κοσοβάρων» , ενώ η πολιτική δράση π.χ. της ΕΟΚΑ-Β στην Κύπρο εναντίον της επεκτατικής – αποικιοκρατικής πολιτικής της Μ. Βρετανίας, θα αντιμετωπισθεί σαν τρομοκρατία ( για να χρησιμοποιήσουμε ένα παλαιότερο – κάπως απενοχοποιημένο ιστορικά- παράδειγμα και να μην αναφερθούμε απ’ ευθείας στην τουρκική Κατοχή στη μεγαλόνησο). Αναφορικά με την ελευθεροκρατία (σε μεγάλο βαθμό χαρακτηριστική της υποκρισίας της αμερικανικής πολιτειακής δομής) μοιάζει δικαιωμένη και η χρήση βίας και για λόγους ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης, στα εσωτερικά ενός κράτους. Θα απορρίψουμε φυσικά και πάλι την τυφλή πολιτική βία που στρέφεται κατά πολιτών, όμως φαίνεται ότι η σύγκρουση με ένα εξουσιαστικό και τεχνοκρατικό (νέο-φιλελεύθερο) καθεστώς είναι – ας χρησιμοποιήσουμε τώρα και αυτόν τον αδόκιμο όρο- ιστορικά μοιραία. Αν κάποιος θεωρεί αυτονόητο ότι η συσσώρευση πλούτου χωρίς αντίστοιχη κοινωνική εργασία και προσφορά, είναι ηθικό να συνυπάρχει με την απόλυτη ένδεια, την εξαθλίωση, την παντελή έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας, τότε ενδεχομένως να θεωρήσει ανήθικη την απαίτηση για στέγη, τροφή, θέρμανση, αξιοπρέπεια, κοινωνική δικαιοσύνη23 . Οι θέσεις της ελευθεροκρατίας, όταν μετεγγράφονται στη σημερινή εποχή ενδύονται το μανδύα της επιστημονικότητας και δανείζουν αναφορές στην εξελικτική βιολογία και την κοινωνιοβιολογία24. Κατ’ αυτές, η ηθική του συνόλου καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό, από τη γενετική αλτρουιστική προδιάθεση του καθενός, με ανάλογο τρόπο όπως ο φιλελευθερισμός θεωρεί την κοινωνική ευμάρεια (με την έννοια της ποσοτικής αποταμίευσης και επένδυσης) υπόθεση της μονάδας (του ατόμου) . Η ελευθερία ορίζεται σαν αρνητική έννοια, αφού για να εισέλθει κάποιος σ’ αυτήν την κοινωνία πολιτών, οφείλει να απολέσει την ελευθερία που απολάμβανε σε μια προ- πολιτειακή κατάσταση. Κατά τον Χάμπερμας25, αυτή η διαδικασία συνοδεύεται από μια στροφή στις επιστήμες (εν προκειμένω στη βιολογία) και είναι υπεύθυνη για τις αλλαγές των τάξεων και των κοινωνικών δομών που συμβαίνουν, αναπαράγοντας τη λογική του αστικού κράτους ως φορέα Ιδεολογίας και διακυβέρνησης. Η πολιτική βία, κατά συνέπεια, συνοδεύει τους σπασμούς αυτών των κυβερνήσεων , στην προσπάθειά τους να πείσουν για το τέλος της Ιστορίας (κατά Χέγγελ) , αφού όλα αυτά συνοδεύονται και από μια άποψη ηθικής δικαίωσης της ανισότητας. Αυτό δε σημαίνει κατά ανάγκη ότι η πολιτική βία είναι η μόνη διέξοδος από αυτήν την νέου τύπου αποχαυνωτική καταπίεση, και οπωσδήποτε δε σημαίνει ότι κάποιος νομιμοποιείται να τη χρησιμοποιήσει χωρίς να υπολογίζει ηθικούς κώδικες ενορατικούς ή μη, που έχουν ήδη αναλυθεί ή θα αναλυθούν στη συνέχεια. Το να βάζουμε όμως το φιλελευθερισμό να αποφανθεί για την ηθικότητα η μη της πολιτικής βίας, είναι σα να βάζουμε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.

3.4 Ωφελιμισμός26 Ο Jeremy Bentham θεωρείται εμπνευστής του ωφελιμισμού. Σε κάθε άτομο αποδίδεται μια δεδομένη ποσότητα πραγματοποίησης αξιών από τον καθένα, ως ίση σε αξία με μια όμοια ποσότητα ενός οποιουδήποτε άλλου. Η ηθική συνίσταται στην προώθηση της ικανοποίησης (δηλ. στην πραγματοποίηση των αξιών) του καθενός στο μεγαλύτερο βαθμό. Για κάθε δεδομένη επιλογή ενεργειών, κατά συνέπεια, οφείλουμε να εκτιμήσουμε τα θετικά αποτελέσματα κάθε εναλλακτικής λύσης σε κάθε εμπλεκόμενη πλευρά, στη συνέχεια τα αρνητικά, και εν τέλει να αφαιρέσουμε τα αρνητικά από τα θετικά.. Η σωστή ενέργεια είναι τότε εκείνη με την υψηλότερη βαθμολογία ωφελειών (όπου «ωφέλεια» είναι ίση με την «πραγματοποίηση των αξιών»). Η χρήση της βίας στον ωφελιμισμό, απορρίπτεται ως αντί-ωφελιμιστική, εάν προκαλέσει ζημιές, καταστροφές, θανάτους κ.λ.π. (υπό την έννοια ότι όλα αυτά χαρακτηρίζονται αντί-ωφέλειες). Σε περίπτωση όμως, κατά την οποία, το καλό του συνόλου υποσκελίσει τα αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να γίνει αποδεκτή και να δικαιολογηθεί ηθικά. Με ανάλογο τρόπο αντιμετωπίζεται και η αυτοάμυνα, υπό την έννοια του ότι κάποιος απειλεί τη σωματική ή γενικότερα την ακεραιότητα κάποιου άλλου, και άρα νομοτελειακά θα χρησιμοποιήσει βία για να το επιτύχει27. Συνεπώς δεν μπορεί κανείς να επιτρέψει σε κάποιον να τον βλάψει με ωφελιμιστικά κριτήρια, αφού για να προκληθεί βλάβη πρέπει να χρησιμοποιηθεί μια αντί-ωφελιμιστική τακτική (ή ακολουθία αντι- ωφελιμιστικών ενεργειών).

3.5 Συμβολαιοκρατία 28 Τα θεμέλια της συμβολαιοκρατίας μπαίνουν στον Λεβιάθαν του Thomas Hobbes. Η ηθική συνίσταται στον αμοιβαίο σεβασμό λογικών συμβάσεων. Αυτό εμπεριέχει όχι μόνο συμφωνίες οι οποίες έχουν εκ των προτέρων γίνει, αλλά επίσης και συμπεριφορά η οποία είναι προφανής ότι ακολουθείται με σκοπό το κοινό συμφέρον. Αλλά όπου η επιδίωξη για το κοινό καλό δεν είναι κατορθωτή, ο καθένας μπορεί να πράξει σύμφωνα με το δικό του όφελος. Κατά τη συμβολαιοκρατία, η χρήση βίας είναι αποδεκτή αν δεν έχει προηγούμενα υπάρξει συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών, για το αντίθετο. Φυσικά αυτή η κατάσταση ασυμφωνίας, την οποία ο Hobbes αποκαλεί «Κατάσταση της φύσης», θα μπορούσε να γίνει εξαιρετικά επικίνδυνη αφού ο καθένας θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει βία, με πρόσχημα την προστασία του από τη χρήση βίας των άλλων!!! Από την άλλη όμως, η «υγιής απάντηση» της κοινωνίας θα μπορούσε να είναι η εξόντωση αυτών που προκαλούν βία, τη φυλάκισή τους, ή και την εκτέλεσή τους, μια απάντηση απολύτως δικαιωμένη, αφού, μια τέτοια συμπεριφορά, δεν θα υπάγεται στις αρχικές συμφωνίες. Η συμβολαιοκρατία ανανεώθηκε σα φιλοσοφική θεωρία από τον Rawls( Theory of justice), εμπλουτίσθηκε με την έννοια της δικαιοσύνης, και εξίσωσε ή τουλάχιστον επιχείρησε να εξισώσει τη δικαιοσύνη με την ηθική και άλλες αρετές. Εισήγαγε δηλ, την έννοια του ηθικού καθήκοντος προς υπακοή στο νόμο, και γενικότερα της υποστήριξης του καθενός απέναντι στην κοινωνία, ένα κοινωνικό συμβόλαιο για τις αρχές της Ελευθερίας και της Ιδιαιτερότητας29. Η βία με βάση αυτό το ηθικό καθήκον και μια γενικότερη προσωπική δέσμευση, είναι απαγορευμένη. Η συμβολή του Rawls φαίνεται όμως να είναι επιφορτισμένη με το βάρος των όρων που χρησιμοποιεί, σαν δηλ. να είναι κανείς υποχρεωμένος να ακολουθήσει τους ισχυρισμούς του, επειδή η έννοια της Ελευθερίας και η έννοια της Διαφορετικότητας (Ιδιαιτερότητας) είναι από μόνες τους πολύ σημαντικές ως έννοιες. Για να λειτουργήσει όμως μια τέτοια προσέγγιση, θα έπρεπε οι κοινωνίες μας να βρίσκονταν τουλάχιστον σε μια αξιοπρεπή πορεία συνειδητοποίησης της Αρχής της Ιδιαιτερότητας. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι καθόλου κοντά σε μια, τέτοιου είδους, αυτοσυνειδησία.

3.6 Δόγμα του διπλού αποτελέσματος και το ηθικό δίλημμα της παθητικής ουδετερότητας: Με βάση το δόγμα του διπλού αποτελέσματος, υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στο τις έχεις πρόθεση να κάνεις και στο τι μπορεί αναπόφευκτα να συμβεί από τις ενέργειες σου. Υπό αυτήν την έννοια, η απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής ενός αθώου, που ενδεχομένως μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια μιας τρομοκρατικής ενέργειας, μπορεί να εκληφθεί σαν μη ηθελημένο παρεπόμενο μιας ηθικά δικαιωμένης πράξης Πολλές ομάδες που ασκούν πολιτική βία το χρησιμοποιούν για να δικαιολογήσουν κυρίως τα «τυφλά χτυπήματα», και επιχειρηματολογούν υπέρ αυτών επικαλούμενοι επίσης την «απλοϊκότητα του ηθικού ερωτήματος» (βλ. παρ 1.2). Σ’ αυτήν αντιπαραβάλλουν τη «νομοτέλεια της επανάστασης» (βλ. παρ 1.1)και την αναγκαιότητα «άμεσης πολιτειακής αλλαγής». Είναι ουσιαστικά ένα νέο- Θωμιστικό τέχνασμα, που αναφέρει το πρόβλημα σε μια κισμετική αντίληψη για τα αποτελέσματα μιας τρομοκρατικής πράξης, η οποία σαν θέση, τις περισσότερες φορές, δεν έχει καμιά σχέση με τις ιδεολογίες που υπηρετεί, και υπαινίσσεται μια ενεργητική ηθική ουδετερότητα (υπό την έννοια της συνδιαμόρφωσης των παραγόντων που οδηγούν σ’ αυτό). Ως ηθικό δίλημμα ανάλογο ως προς το αποτέλεσμα , αλλά εντελώς διαφορετικό σε ότι αφορά τις γενεσιουργές αιτίες, μπορεί να εκληφθεί και το παράδειγμα 30 που χρησιμοποιεί ο Bernard Williams, στο βιβλίο του Utilitarianism: For and Against, σαν ενδεικτικό μιας παθητικής ηθικής ουδετερότητας ( υπό την έννοια της μη συμμετοχής στις αρχικές συνθήκες ). Σύμφωνα με αυτό, σε ένα Χημικό χωρίς δουλειά, και κατά συνέπεια με οικονομικά προβλήματα για αυτόν και την οικογένειά του, προσφέρεται απασχόληση με πολύ υψηλή αμοιβή, σε ένα εργαστήριο που κάνει έρευνα σχετική με χημικά και βιολογικά όπλα. Αυτός, όπως και η γυναίκα του είναι ιδεολογικά αντίθετοι σε τέτοιου είδους έρευνες, παρ’ όλα αυτά καταλαβαίνει ότι αν αρνηθεί, η δουλειά θα πάει σε κάποιον άλλο ο οποίος ενδεχομένως ,θα προχωρήσει επιπλέον, την έρευνα, με μεγαλύτερο ζήλο, από ότι αυτός. Κατά τον Williams, ο Χημικός ορθώς στο τέλος, απορρίπτει τη δουλειά. Αυτή είναι μια περίπτωση ουδετερότητας στα ηθικά διλήμματα με πολύ έντονη το συναισθηματική φόρτιση, όμως εντέλει σε όλες τις περιπτώσεις, η ουδετερότητα απέναντι στη βία, ενέχει μια ιδιοσυγκρασιακή και συγκινησιακή σύγκρουση ανάλογη με την πρόκληση της ίδιας της βίας.31

3.7 Επίλογος
Ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα32 (με την έννοια της ικανοποίησης τουλάχιστον των βασικών αναγκών) και μια γενικότερη συναίνεση σε ζητήματα ηθικής και δικαιοσύνης ( κατά Rawls ),που στηρίζεται σε ενοράσεις και κριτικούς ρασιοναλιστικούς στοχασμούς, παρ’ ότι δεν συνηγορεί στην αποσαφήνιση του προβλήματος και την πλαισίωση του σε συγκεκριμένα όρια φαίνεται ότι παρέχει λύσεις ηθικής κατανόησης στο πρόβλημα της πολιτικής βίας. Ουσιαστικά προτείνεται έτσι μια εξισορρόπηση του ωφελιμισμού- υπό την έννοια του σεβασμού στις ανθρώπινες επιλογές και ιδιαιτερότητες- με την κατηγορική προσταγή του Καντ.
Με βάση αυτές τις δύο εξισορροπητικές τάσεις που απαιτούν συναίνεση και παρέχουν αμεροληψία, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ηθικά η χρήση πολιτικής βίας σε κριτικό επίπεδο, παρ’ ότι ο κοινός νους θα υπαγόρευε ανακλαστικά το αντίθετο. Μάλιστα αυτή η ηθική δικαίωση οδηγεί στην αποδοχή των εθνοαπελευθερωτικών αγώνων οι οποίοι δεν έχουν ανάγκη πλέον να στηριχθούν στο φυσικό νόμο ή σε οποιαδήποτε μεταφυσική αιτίαση αλλά σε αμιγή ωφελιμιστικά κριτήρια. Έτσι ο πατριωτισμός και ο σεβασμός στις παραδόσεις και τα έθιμα ενός λαού μπορούν να λειτουργήσουν αιτιακά στη χρήση πολιτικής βίας σε επίπεδο αυτοάμυνας, όταν τα κυριαρχικά δικαιώματα και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, θίγονται, και όταν η εθνολογική- πολιτισμική ταυτότητα απειλείται, χωρίς να έρχονται σε σύγκρουση με έναν καταστασιακό ειρηνισμό. Η αντιμετώπιση που οφείλουμε απέναντι στη χρήση της αναρχικής βίας, δεν είναι εξομοιωμένη με αυτήν που παραχωρήσαμε στα εθνοαπελευθερωτικά κινήματα. Καταλαβαίνουμε την κοινωνική της λειτουργικότητα ως παρεπόμενο μιας σαθρής αστικής δημοκρατίας όπως παρουσιάσθηκε στην παράγραφο της ελευθεροκρατίας, δεν μπορούμε όμως να κατανοήσουμε την απλουστευτικότητά της και την άκριτη αβίαστη αναγωγή της σε θεωρίες του παρελθόντος, όταν δηλ. η διαδοχή της κοινωνίας από τη φεουδαρχία στη βιομηχανική εποχή παρήγαγε τις τάξεις με τη μαρξιστική έννοια ( το προλεταριάτο και την αστική τάξη). Ούτε και αναγνωρίζουμε τη σκοπιμότητα του θανάτου και του ακρωτηριασμό μικρών παιδιών από τυφλές βομβιστικές επιθέσεις για να εξυπηρετηθούν στόχοι απολύτως θολοί και χωρίς αναφορές σε οποιαδήποτε έννοια κοινωνικού γίγνεσθαι.



Χρειάζεται μια καινούργια ιδεολογική επεξεργασία όπου θα λαμβάνεται υπόψη τουλάχιστον η πολυπλοκότητα της σύγχρονης κοινωνίας αναφορικά με την μετεξέλιξη των τάξεων σε κοινωνικές ομάδες εξομοιωμένες και ισοπεδωμένες ως προς την αντιμετώπισή τους από το κράτος, και μια ηθική συζήτηση όπου θα λαμβάνονται υπόψη τα σύγχρονα ρεύματα ηθικής φιλοσοφίας,

Τελειώνοντας αυτή την παρουσίαση θα επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε τα κεντρικά της σημεία:
i) Η βία δεν θα πρέπει κατ’ ανάγκη να θεωρείται αρνητική έννοια, όπως και δεν θα πρέπει και να ταυτίζεται με την έννοια της καταστροφής.

ii) Υπάρχει σαφής διάκριση στη χρήση πολιτικής βίας, ανάμεσα στα απελευθερωτικά κινήματα και την ένοπλη αναρχική δραστηριότητα.
iii) Παρ’ ότι η χρήση βίας από τα απελευθερωτικά κινήματα φαίνεται δικαιωμένη, και η αντίστοιχη από τις διάφορες αναρχικές ομάδες όχι, και στις δύο περιπτώσεις δεν φαίνεται να εξυπηρετούνται νομοτελειακά οι στόχοι και των μεν και των δε, ώστε να δικαιολογηθούν με βάση μια ηθική αριθμητική οι απώλειες.
iv) Μπορεί να δικαιολογηθεί ηθικά η χρήση βίας ( και όλα είναι θέμα της αντίστοιχης φιλοσοφικής θεωρίας που αναλαμβάνει να εξηγήσει) αρκεί να δοθούν οι κατάλληλοι (βολικοί;) ορισμοί και η σύγχρονη ηθική φιλοσοφία μπορεί να απαντήσει αναφορικά με την σπουδαιότητα και την αποτελεσματικότητα των πράξεων πολιτικής βίας, χρησιμοποιώντας μια συρραφή από θεωρίες .





Π α ρ α π ο μ π έ ς – Β ι β λ ι ο γ ρ α φ ί α

1. Jonathan Glover, “Causing death and saving Lives”, Penguin Books, 1977, σελ.288,

2. Coady C.A.J. , Philosophical Dictionary, σελ.616

3. Ted Honderich: “Violence for Equality: Inquiries in Political Philosophy”,
Harmondsworth: Pelican Books, 1980, σελ.23

4. ο.π. σελ. 9

5. Β.Ι.Λένιν , «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1981και
επίσης «Αριστερισμός, μια παιδική ασθένεια του κομουνισμού», Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή,1983

6. Ένγκελς Φρ. «Αντί- Ντύρινγκ», Αθήνα, Αναγνωστίδης, 1963 και «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», Αθήνα, Σύγχρονη εποχή, 1985

7. Ted Honderich: ό.π. σελ.34

8. Jonathan Glover, “Causing death and saving Lives”, Penguin Books, 1977, σελ.280,

9. Ted Honderich: ό.π, σελ.204 και Willkinson P. “Terrorism and the Liberal State”, London 1977, σελ. 82-83

10. Descamps Ch., «Οι υπαρξισμοί», αναφορικά με την τοποθέτηση του Σαρτρ απέναντι στην ιστορική αναγκαιότητα του Μαρξισμού, στο «Η Φιλοσοφία» τόμος Δ’, του Φρανσουά Σατελέ (ed), Αθήνα, εκδόσεις Γνώση, 1990

11. Jan Narvenson: “Violence and War”, in Tom Reagan’s (Ed), “Matters of Life and Death”, N. Carolina, 1978,σελ. 142. Επίσης για την έννοια της ηθικής αριθμητικής σχετικά με την άποψη του Σαρτρ για την επανάσταση στην Αλγερία βλ. Michael Walzer: “Just and Unjust Wars: A Moral Argument with Historical Illustrations”, Harmondsworth, Penguin Books, 1980, σελ.204.

12. Michael Walzer: “Just and Unjust Wars: A Moral Argument with Historical Illustrations”, Harmondsworth, Penguin Books, 1980, σελ 198,199


13. Αντώνης Σαμαράς:“ Βία και Διεθνής Πολιτική”, συλλογή από άρθρα αναφορικά με τη βία-έκδοση των Εκπαιδευτηρίων Δούκα, Αθήνα 1999


14. Glover J. “Causing Death and Saving Lives”, Harmondsworth, Penguin Books, 1977, σελ.229. αναφορικά με την ηθική δικαίωση της δολοφονίας.

15. Laquer W. “Postmodern Terrorism”, Foreign Affairs, periodical, SEP/OCT 1996


16. Michael Walzer: ό.π. σελ.202

17. Jan Narvenson: “Violence and War”, in Tom Reagan’s (Ed), “Matters of Life and Death”, N. Carolina, 1978,σελ. 110-111

18. Jan Narvenson: ό.π.σελ.121

19. Political Terrorism Database (Internet) http://polisci.home.mindspring.com/ptd_europe.html

20. Popper K. “Violence and Utopia: in Conjectures and Refutations” London, 1963
επίσης στο Glover J., ό.π. σελ. 292 για έναν οδηγό την ορθολογιστική συμπεριφορά απέναντι στη βία.
21. Jan Narvenson: ό.π. σελ .111,

22. Jan Narvenson: ό.π. σελ. 115,116,117

23. Ted Honderich: ό.π. σελ.194,198

24. Γ.Π.Στάμου, Α.Α.Μαρούγκα, Κ.Ι.Κορφιάτης: «Η εξελικτική ηθική και το νέο- φιλελεύθερο πλαίσιο κοινωνικών αντιλήψεων», Νεύσις, τεύχος 8, Καλοκαίρι 1999

25. Habermas J. «Κείμενα Γνωσιοθεωρίας και Κοινωνικής Κριτικής», Αθήνα, Πλέθρον 1990. Για μια συνολικότερη άποψη της Σχολής της Φρανκφούρτης, για το ζήτημα επίσης τα: Horkheimer Μ., «Φιλοσοφία και κοινωνική κριτική», εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα, 1984
Marcuse H., «Λόγος και επανάσταση», εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα, 1987.


26. Jan Narvenson: ό.π. σελ .115,116,117

27. . Glover J., ό,π. Σελ.233

28. Jan Narvenson: ό.π. σελ .115,116,117

29. Για μια κριτική του «Theory of Justice» του Rawls βλ. Ted Honderich: ό.π.
σελ.115 – 145

30. Ted Honderich: ό.π. σελ.36

31. Michael Walzer: ό.π. σελ.234, όπου γίνεται μια εκτενής συζήτηση σχετικά με το δικαίωμα του να διατηρεί κάποιος ουδέτερη στάση, όταν παρουσιασθεί κάποιο ηθικό δίλημμα.

32. Μυρτώ Δραγώνα – Μονάχου, «Σύγχρονη Ηθική Φιλοσοφία»,Αθήνα , Ελληνικά Γράμματα, 1995. Για έναν συγκερασμό των θεωριών σε ζητήματα Δίκαιου πολέμου και Τρομοκρατίας, σελ.448 – 452.








 



1. Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ:ΑΝΤΟΡΝΟ,
ΧΑΜΠΕΡΜΑΣ , ΜΑΡΚΟΥΖΕ.
2. ΛΥΣΙΕΝ ΓΚΟΛΝΤΜΑΝ


I . Η Σχολή της Φρανκφούρτης

H σπουδαιότητα της εργασίας του Λουκατς στο « Ιστορία και Ταξική συνείδηση» δεν εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στη συλλογή δοκιμίων. Τα θέματά του οι αποξενωτικές συνέπειες του αστικού ορθολογισμού, η πιεστική ανάγκη ότι το προλεταριάτο απαιτούσε ένα θεωρητικό σύστημα που να ταίριαζε στον αναμορφωτικό του ρόλο και ο ισχυρισμός ότι η σχέση μεταξύ της σκέψης και του είναι δεν είναι καθόλου τόσο απλή όπως ότι η πρώτη είναι μια απλή απεικόνιση του δεύτερου, αλλά μια πολύ πιο σύνθετη διαλεκτική σχέση, όλα άσκησαν μια ισχυρή επιρροή στους Ευρωπαίους Μαρξιστές διανοούμενους. Πιο συγκεκριμένα η συνεργασία των νέων αριστερών Φιλοσόφων και Κοινωνιολόγων στο Institut für Sozial Forschung στη Frankfurt – am – Main , επηρεάστηκε πολύ από τις ιδέες του Κορτς και του Γκέοργκ Λούκατς (άρθρα των οποίων δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα του Ινστιτούτου ) και ανέπτυξε μια συστηματική θεωρητική προοπτική η οποία οφείλει πολλά στον Χεγκελιανό Μαρξισμό του. Στη Γαλλία η εργασία του Λυσιέν Γκόλντμαν ανέπτυξε πολλά από τα ειδικά θεωρητικά (παρά πολεμικά) στοιχεία του βιβλίου του Λούκατς, σε μια ανθρωπιστική κατεύθυνση έτσι ώστε να παράγει μια πολύ εκλεπτυσμένη κοινωνιολογία της Λογοτεχνίας. Εδώ θα ασχοληθούμε και με τα δύο, καθώς επιδεικνύουν τη συστηματοποίηση μιας επεξηγηματικής μαρξιστικής Κοινωνιολογίας της γνώσης βασισμένη στον Λούκατς και ασκούν επιρροή μέχρι σήμερα.



Ι Η Σχολή της Φρανκφούρτης

Ο Γκόλντμαν και οι «κριτικοί θεωρητικοί» της Φρανκφούρτης μοιράζονται μια θεμελιώδη οργανωτική αρχή , της οποίας η πηγή αν και δεν ανήκει αποκλειστικά στον Λούκατς , παρόλα αυτά η ξεκάθαρη σχηματοποίησή της οφείλεται σε αυτόν.
Είναι, εν συντομία, μια αντίθεση στο θετικισμό, στην περιοχή της κοινωνικής θεωρίας. Έχοντας αναχθεί σε επίπεδο θεωρητικού προγράμματος από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, αυτό το θέμα ασκεί μια σημαντική επιρροή στη σύγχρονη κοινωνιολογική σκέψη, και μπορεί να θεωρηθεί σαν μια από τις πιο ξεκάθαρες ( αν και όχι πάντοτε αποδεκτές ) οργανωτικές αρχές μιας κριτικής κοινωνιολογίας της γνώσης σε κάθε επίπεδο. Επειδή ένας από τους ρόλους της κοινωνιολογίας της γνώσης – και από τη μαρξιστική σκοπιά, ο πρωταρχικός της ρόλος – είναι μια επίδειξη της βάσης «επιστημονικών» ισχυρισμών σε ένα σχήμα κοινωνικών συμφερόντων, εμπλοκή εμφανίζεται στο ότι ο διαχωρισμός του υποκειμένου από το αντικείμενο της γνώσης είναι πλασματικός, ότι ο θετικισμός στην κοινωνιολογία είναι μια ιδεολογία που στερείται επιστημονικής αλήθειας . Στον «επιστημονικό» Μαρξισμό , οι αιτίες γι αυτό γίνονται η αντιεπιστημονική σχέση θεωρίας και πράξης και του προϊόντος της πράξης της αστικής σκέψης, με την έννοια ότι το φυσικό επιστημονικό μοντέλο δεν είναι κατάλληλα ταιριαστό.
Αντίθετα ο Λούκατς ανέπτυξε την ιδέα ότι η αστική κοινωνική θεωρία είναι ιδεολογική επειδή προσπαθεί να ακολουθήσει φυσικές επιστημονικές μεθοδολογίες: αμφότεροι ο Γκόλντμαν και η Σχολή της Φρανκφούρτης υιοθέτησαν αυτήν την άποψη ότι η επιστήμη ως τέτοια είναι ιδεολογική, και παράγει αντιεπιστημονικές κοινωνιολογίες της γνώσης σαν συνέπεια.
Όταν το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα στη Φρανκφούρτη ξεκίνησε το 1923 , η δουλειά του περισσότερο κατευθύνθηκε σε εμπειρικές και θεωρητικές έρευνες ανεξαρτήτων όψεων των σοσιαλιστικών και καπιταλιστικών κοινωνιών. Η προσχώρηση του Μαξ Χόρκχάιμερ στη διεύθυνση του Ινστιτούτου το 1930, και η συνεχής καθοδήγησή του στην εξορία (στη Γαλλία και στις ΗΠΑ ) μετά το 1933 παρήγαγαν μια αλλαγή κατεύθυνσης . Ο Χόρκχάιμερ και οι συνεργάτες του – περισσότερο ο Τ.Γ.Αντόρνο και ένας πρώην φοιτητής του Χάιντεγκερ , ο Χέρμπερτ Μαρκούζε- ενδιαφέρθηκαν για την ανάπτυξη του ιστορικού υλισμού προς μια θεωρητική κατεύθυνση αυτοσυνειδησίας . Συνεπώς ανέπτυξαν ένα θεωρητικό πρόγραμμα, το οποίο θα λειτουργούσε με ανάλογο τρόπο όπως ο Λούκατς είχε περιγράψει την προλεταριακή αυτοσυνείδηση : θα ήταν κριτική κοινωνική θεωρία ( προερχόμενη από την περιγραφή του Μαρξισμού σαν «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» ) και θα αντιτίθετο στην «παραδοσιακή θεωρία» .
Με, εν πολλοίς, ανάλογο τρόπο όπως ο Λούκατς αντιπαρέβαλλε την αστική με την προλεταριακή σκέψη, ο Χόρκχάιμερ – ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί υπαίτιος ότι εφηύρε τον όρο «κριτική θεωρία» και παρείχε την πρώτη της έκθεση – αντιπαρέβαλλε την παραδοσιακή με την κριτική θεωρία. Η παραδοσιακή θεωρία ήταν ανεκτική βοηθώντας τη διαδικασία της κοινωνικής αναπαραγωγής διότι περιελάμβανε στην εργασία την οργάνωση και την κατανομή της εργασίας με τον οποίο το συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα αυτοσυντηρείται : άρα αμφότεροι, η επιστήμη και αυτός που ασκεί την επιστήμη, έχουν συγκεκριμένο ρόλο να παίξουν στη διατήρηση των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων .2

Η προφανής ανεξαρτησία των διαδικασιών της εργασίας οι οποίες οφείλουν να αντλήσουν από την κίνησή τους, από την εσωτερική ουσία των αντικειμένων τους, ανταποκρίνεται στην προφανή ελευθερία των οικονομικών αντικειμένων στην αστική κοινωνία. Νομίζουν ότι λειτουργούν σύμφωνα με τις ατομικές τους αποφάσεις, ενώ ακόμη και στους πιο σύνθετους υπολογισμούς τους, είναι στην πραγματικότητα μόνο φερέφωνα ενός σκοτεινού μηχανισμού.

Παρ’όλα αυτά, η κριτική θεωρία μπορεί να κατηγορηθεί ότι λειτουργεί έξω από τις συσπάσεις της αστικής κοινωνίας. Σαν ένας «έξωθεν κριτής» των καπιταλιστικών κοινωνικών συστημάτων σκοπεύει να τα υποσκάψει περισσότερο παρά να τα αναπαράγει: τοποθετώντας τον εαυτό του έξω από την υπάρχουσα οργάνωση της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, στόχευσε να φέρει τις διαμάχες της αστικής κοινωνίας στο επίπεδο της συνειδητοποίησης. Με αυτήν την έννοια λειτουργεί περισσότερο σαν ιδεολογία – τουλάχιστον για τους «επιστημονικούς » μαρξιστές – παρά σαν μια υποστηρικτική θεωρία. Εν μέρει, πάντως είναι δυνατόν να ανιχνεύσουμε, μερικά απομεινάρια της έννοιας των επιστημών του πνεύματος – Geistenswissenschaften – του Ντίλθεϋ , στην ιδέα της κριτικής θεωρίας. Το πιο σημαντικό πάντως είναι ότι η διαμόρφωση του προγράμματος του Χόρκχάιμερ είναι μη χαρακτηριστική της εποχής του επειδή ήταν αντισχετικιστική . Η κριτική θεωρία έχει κατηγορηθεί ότι αρχικά ήταν μια συγκεκριμένη πολιτική θέση παρά οτιδήποτε άλλο: πιστεύω ότι ήταν πολύ περισσότερο από αυτό , μια ανάπτυξη των θεμάτων τα οποία τέθηκαν από τη Γερμανική Ιδεαλιστική Φιλοσοφία. Κυρίως στην αντίθεσή του στο φυσικό επιστημονικό τρόπο της συναίσθησης - την οποία ο Χόρκχάιμερ είδε σαν αχρονική, στηριζόμενη μόνο στην αποπροσανατολιστική λογική – η κριτική θεωρία υπογράμμισε την ιδέα του ανθρώπου σαν δημιουργού της επιστημονικής πραγματικότητας, ενός όντος που μπορεί να συγκρίνει αυτό που είναι με αυτό που θα μπορούσε να είναι ( απόηχοι του Χεγκελιανού είναι και γίγνεσθαι ) 3


Στους σχηματισμούς των κατηγοριών της και σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας της, η κριτική θεωρία εντελώς συνειδητά επιδιώκει ένα ενδιαφέρον σε μια ορθολογική οργάνωση της ανθρώπινης δραστηριότητας η οποία έχει αυτοπροσδιορισθεί για να διαφωτίζει και να νομιμοποιεί . Επειδή δεν ασχολείται αποκλειστικά με στόχους έτσι όπως έχουν περιγραφεί από την ανθρώπινη ζωή, αλλά με ανθρώπινα όντα και όλες τις πιθανότητες που συνεπάγονται.

Και με βάση την ιδεαλιστική παράδοση η αλήθεια είναι προσεκτικά ορισμένη και αντικειμενική, αναφορικά με την έννοια του είναι ( μεταφυσικά ), σύμφωνη με την ουσία της ανθρώπινης πραγματικότητας – μια χαρακτηριστικά ορθολογιστική άποψη. Ο Χόρκχάιμερ συνέδεσε την κριτική θεωρία σαν μια μορφή γνώσης, με μια αποφασιστική δομική τοποθεσία – το προλεταριάτο- για το οποίο παρέχει γνώση με έναν απολύτως προτρεπτικό τρόπο. 4


Αυτές οι απόψεις, τις οποίες η κριτική θεωρία παίρνει σαν κατόρθωμα της ανθρώπινης δραστηριότητας για την ιστορική ανάλυση , και πάνω από όλα μια ορθολογική κοινωνική οργάνωση που ανταποκρίνεται στη γενική θέληση είναι παρούσες στον ανθρώπινη εργασία , χωρίς να είναι παρούσες σε άτομα η στην κοινή γνώμη με μια σωστή μορφή. Είναι αρμοδιότητα ενός γενικού ενδιαφέροντος να βιώσεις και να αφομοιώσει αυτές τις τάσεις . Η θεωρία του Μαρξ και του Ένγκελς ισχυρίζεται ότι αυτό θα συμβεί στο προλεταριάτο. Αλλά σε αυτήν την κοινωνία η κατάσταση του προλεταριάτου δεν παρέχει κανένα εχέγγυο, ούτε σωστή γνώση εκτός από τη διαφοροποίηση της κοινωνικής του δομής η οποία διαμορφώνεται από υψηλότερα, και την αντίθεση ανάμεσα στα προσωπικά και στα ταξικά συμφέροντα, η οποία μόλις που ξεπερνιέται στην καλύτερη των περιπτώσεων και εμποδίζει αυτήν τη συνειδητοποίηση από το να αποκτήσει άμεση αξία.


Σε δηλώσεις σαν κι αυτή βλέπουμε μια ξεκάθαρη σύνδεση ανάμεσα στη Σχολή της Φρανκφούρτης και το Λούκατς : στην ιδέα της θεωρίας η οποία παράγεται με σκοπό να δώσει κίνητρα στη συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης από διανοούμενους που δεν ανήκουν στην τάξη αυτή , αλλά μπορούν να την τροφοδοτούν με την έννοια της επίτευξης ενός ουσιαστικού φιλοσοφικού στόχου – την πραγματοποίηση της ανθρώπινης αιτίας .
Σαν όλους τους νέο-Χεγκελιανούς έχει μια τάση να αντιμετωπίζει την επιστήμη σαν κάτι το αποξενωτικό, επειδή απομονώνει περισσότερο τα στοιχεία, από το να τα αντιμετωπίζει σαν μέρος του όλου: ο Χόρκχάιμερ περιγράφει πώς η αστική οικονομική θεωρία πρέπει μάλλον να υπερβεί εαυτόν πάρά να αντικατασταθεί από μια περισσότερο επιστημονική οικονομική θεωρία. Η επιστήμη αντιμετωπίζεται σαν διασπαστική της ολότητας η οποία μπορεί να επιτευχθεί σε έναν ανθρώπινο κόσμο που δεν είναι υποχείριο σε έναν καθαρό τεχνοκρατικό ορθολογισμό: η επιστήμη ενέχει τεχνοκρατικό έλεγχο και γι’αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ιστορική και κοινωνιολογική γνώση. Σε συμφωνία με το Λούκατς ότι η επιστήμη ήταν πραγμοποίηση, οι θεωρητικοί της Φρανκφούρτης έθεσαν τις βάσεις μιας αντιεπιστημονικής κοινωνικής θεωρίας που μπορούσε κυρίως να αναχθεί σε ένα είδος φιλοσοφίας.


Είναι ενδιαφέρον το ότι αυτό οδηγεί πίσω στους παλαιότερους νέο-Χεγκελιανούς, νέο-Καντιανούς ισχυρισμούς οι οποίοι ενέπλεξαν το Βέμπερ, και τον οδήγησαν να επεξεργαστεί μια ειδική μέθοδο για την κοινωνιολογία, αυτήν της κατανόησης(verstehen), η οποία στηρίχθηκε στην ερμηνευτική μεθοδολογία του Ντίλθεϋ των επιστημών του πνεύματος ( Geistenswissenschaften ). Η επιστήμη σαν μια νατουραλιστική επιχείρηση ,μοιραία μετατρέπεται σε κύρια δικαιοδοσία της παραδοσιακής θεωρίας, και ο επιστημονικός Μαρξισμός μετατρέπεται σε μια προσπάθεια κακομεταχείρισης της πολύ σημαντικής μεθόδου της διαλεκτικής που ο ίδιος ο Μαρξ επινόησε και ανέπτυξε.. Η επιστήμη γίνεται το σύμβολο μιας αυθεντίας, μιας δομής κοινωνικών σχέσεων που αρνείται μια πραγματική ορθολογική οργάνωση της κοινωνίας . Πραγματικά ο θρίαμβος της τεχνοκρατικής-χειραγωγικής –ορθολογικότητας τοποθετείται σε ένα ανεξάρτητο πλαίσιο από το Χόρκχάιμερ και άλλους: φασισμός . Η επιστήμη από το να είναι λάθος επειδή είναι ανταγωνιστική, γίνεται λανθασμένη επειδή προσλαμβάνεται από μια καταπιεστική μορφή επικυριαρχίας, γίνεται επικυριαρχία και η ίδια. Η αντιεπιστημονική αυτογνωσία που αναπτύχθηκε από το Χόρκχάιμερ βασίσθηκε σε μεγάλη έκταση στις Χεγκελιανές ιδέες κυρίως στον ορισμό της θεωρίας ως «αυτογνωσία του αντικειμένου ». Όπως το έθεσε ο Χόρκχάιμερ: η κριτική θεωρία κατασκευάζει την αμιγή εικόνα του όλου, την υπαρξιακή κρίση που περιέχεται στην ιστορία5. Η ιστορία επιτυγχάνει μια μεταφυσική πραγματικότητα ως διαδικασία στην οποία ένα ιστορικό υποκείμενο- ο άνθρωπος, συνειδητοποιεί τον εαυτό του. Ο Χόρκχάιμερ και ο Αντόρνο επέκτειναν αυτόν το «μεταφυσικό ανθρωπισμό» σε ένα ουσιαστικό επίπεδο στην ανάλυσή τους για το φασισμό. Σύμφωνα με την κριτική θεωρία, η τεχνοκρατική ορθολογικότητα είναι η κύρια αιτία της χαλιναγώγησης ( πραγμοποίησης ) : ο αστικός ορθολογισμός αναγνωρίζεται με τις πηγές της προσωπικότητας ως αυθεντίας και του φασισμού. Για τους Χόρκχάιμερ και Αντόρνο ο φασισμός, γίνεται η αυτοκαταστροφή του φιλελεύθερου Διαφωτισμού. Ο σκοπός του «Entzauberung der Welt», όπως το έθεσε ο Weber, στις μορφές του ως φυσική επιστήμη , και η εμπειρική επιστημολογία, οδηγούν κατευθείαν σε μιαν κατάσταση στην οποία η επιστήμη ( ως αντίθετο της κουλτούρας ) και η λογική, μετατρέπονται σε όργανα της επικυριαρχίας – ο φασισμός είναι έτσι η αλήθεια που κρυφοκοιτάει πίσω από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία. Έτσι δημιουργείται μια επιρροή για τους θεωρητικούς της πρώιμης σχολής της Φρανκφούρτης-αλλά όχι σίγουρα για το Μαρκούζε (ο Μαρκούζε είδε την κριτική θεωρία σαν την άρνηση της Φιλοσοφίας, σα μια μετασχηματιστική κοινωνική θεωρία και έτσι ασχολήθηκε περισσότερο με θέματα δομής τη; καπιταλιστικής κοινωνίας - βλ. Αιτία και Επανάσταση ) - να ψάχνουν την άρνηση της άρνησης σαν ουσία της επανάστασης, να αρνούνται κάθε θετική προοπτική στην αστική κοινωνία. Σαν τέτοια, η πηγή του επαναστατικού μετασχηματισμού θεωρείται εξωτερική του υπάρχοντος κοινωνικού συστήματος - ένα "εξωτερικό αρνητικό υποκείμενο" - το οποίο αν και μπορεί να αναγνωρισθεί ως το προλεταριάτο, δε προσδιορίζεται δομικά.
Η ομοιότητα της άποψης της κριτικής θεωρίας προς την επιστήμη, και της αντι-αντικειμενικής φαινομενολογικής φιλοσοφίας του Χάσσερλ, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Και οι δύο έχουν τις ρίζες τους στην κρίση του Γερμανικού Ιδεαλισμού, και οι δύο παρέχουν ουσιαστικές μεταφυσικές λύσεις σε θεμελιώδη επιστημολογικά προβλήματα.. Αλλά η ανάπτυξη της σκέψης της Σχολής της Φρανκφούρτης, κυρίως στην κατεύθυνση του ψυχολογισμού, παρουσιάζει ένα είδος συγχώνευσης αυτών των δύο αρχικά διακριτών θέσεων, κυρίως στη δουλείά του Γιούργκεν Χάμπερμας. Μετά τον πόλεμο ο Χόρκχάιμερ και ο Αντόρνο φρόντισαν να αναπτύξουν το θεωρητικό τους πρόγραμμα σε μιαν ολοένα και περισσότερο απολιτική κατεύθυνση τέτοια ώστε κατέληξε να γίνει ένα βήμα της κριτικής θεωρίας περισσότερο από ότι το εργαλείο ενός θεωρητικού του οποίου το μόνο μέλημα είναι να επιταχύνει μιαν ανάπτυξη που θα οδηγήσει σε μιαν κοινωνία χωρίς πρόσωπο.6 Ο Χάμπερμας εξασκεί αυτήν την ανάπτυξη της κριτικής θεωρίας . Είναι ένας φιλόσοφος που πρωταρχικά ενδιαφέρεται για την εξέλιξη της κοινωνιολογικής θεωρίας και κυρίως αναφορικά με την κοινωνιολογία της γνώσης στον στόχο της να αναπτύξει μια ιδεολογική θεωρία.. Έτσι αφοσιώθηκε στο να μετασχηματίζει την κριτική θεωρία από έναν φιλοσοφικό - πολιτικό προσανατολισμό σε μια κοινωνιολογική - επιστημολογική θεωρία.. Στην εναρκτήρια διάλεξή του ως διευθυντής του Ινστιτούτου της Φρανκφούρτης, ο Χάμπερμας έδειξε ότι οι στόχοι του προσανατολίζονταν στην ενοποίηση της θεωρίας συνθηκών πιθανής γνώσης (Erkenntnistheorie) και της κριτικής της γνώσης ( Erkenntniskrtik ) ταυτόχρονα στη δομή και στο περιεχόμενο, για να δημιουργήσει έναν αναπόφευκτο κρίκο ανάμεσα στη φιλοσοφία της Ιστορίας και στη θεωρία της γνώσης .7
Ένα από τα κύρια στοιχεία της δουλειάς του υπήρξε η προσπάθεια να αναθεωρήσει τον Μαρξ και τον Φρόιντ ( ένα αγαπημένο θέμα των διανοούμενων της Σχολής της Φρανκφούρτης, βλ. Φρομμ, Μαρκούζε και άλλοι ) και να αναπτύξει μια θεωρία ιδεολογίας που θα βασιζόταν στην επικοινωνιακή σχέση μεταξύ ψυχαναλυτή -ψυχοαναλυόμενου. Ο Χάμπερμας θεώρησε επίσης αναγκαίο να αναπτύξει τις Χεγκελιανές ιδέες σε μια κοινωνιολογική κατεύθυνση για να συμπληρώσει την άποψή του για το Μαρξισμό σαν μια κριτική της ιδεολογίας περισσότερο παρά σαν μια θετική επιστήμη. Έχοντας δανεισθεί από τους"διαλόγους Jena" του Χέγκελ (1803-1806) τους χαρακτηρισμούς της" γλώσσας" του" εργαλείου "και της "οικογενειακής ιδιοκτησίας" σαν τρία βασικά όργανα του πνεύματος τα μετέτρεψε σε θεωρήσεις της "επικοινωνίας" της "εργασίας" και της "αλληλεπίδρασης", που θα αντικαθιστούσαν τις θεωρήσεις των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής. Εντελώς απροκάλυπτα ο Χάμπερμας, χρησιμοποιεί το νεαρό Μαρξ ενάντια στον επιστημονικό Μαρξισμό, υποστηρίζοντας ότι ο Μαρξ ήταν λάθος επειδή πίστευε ότι η δουλειά του ήταν μια φυσική επιστήμη περισσότερο παρά μια κριτική της αστικής κοινωνίας . Στην πραγματικότητα υποστηρίζει ότι οι θεωρήσεις του Μαρξ των σχέσεων και των δυνάμεων παραγωγής είναι πολύ περιορισμένες για να εξηγήσουν τη σύγχρονη κοινωνία: Πρέπει να αντικατασταθούν με θεωρήσεις περισσότερο κατάλληλες να αναλύσουν το ιδρυματικό πλαίσιο λειτουργίας της κοινωνίας, και κατά κύριο λόγο τη θεώρηση της "συμβολικά προστατευόμενης αλληλεπίδρασης". Σαν αποτέλεσμα, ο Χάμπερμας υποστηρίζει, είναι δυνατόν να καταλάβουμε τα κοινωνικά συστήματα αρχικά με όρους του τύπου της ερμηνευτικής ιδεολογίας την οποία χρησιμοποιούν, το σχηματισμό των κανόνων , των πολιτιστικών παραδόσεων και των μεθόδων της συμβολικής επικοινωνίας. Η επιστήμη και η τεχνολογία λειτουργούν σαν υποστυλώματα της ιδρυματικής επικυριαρχίας στην αντικαπιταλιστική κοινωνία νομιμοποιώντας την σαν βιώσιμο κοινωνικό σύστημα . Στη μελέτη του «Γνώση και συμφέρον» η κληρονομιά του Γερμανικού Ιδεαλισμού η οποία εμφανώς χαρακτηρίζει το γράψιμό του επιδεικνύεται συστηματικά. Ο Χάμπερμας επιχειρηματολογεί υπέρ μιας ευέλικτης τυπολογίας της επιστήμης που διαχωρίζεται ανάμεσα σε φυσικές και μη φυσικές φόρμες στους όρους του συμφέροντος που καθοδηγούν τις χαρακτηριστικές μεθόδους της γνώσης . In toto είναι μια συνέχιση της θέσης ενάντια στο θετικισμό, ενάντια στην αναγωγή των κοινωνικών και πολιτιστικών δεδομένων στο επίπεδο των υλιστικών σχέσεων και παρέχει μια πολεμική ενάντια στην άποψη ότι η φυσική επιστημονική γνώση, είναι το παράδειγμα της δημιουργίας της γνώσης. Τα συμφέροντα, υποστηρίζει ο Χάμπερμας, είναι αυτά που αποφασίζουν τι θα μετρήσει σα γνώση, και όχι τα διάσπαρτα αυτόνομα στοιχεία της γνώσης. Στην πραγματικότητα η γνώση είναι συνυφασμένη με το πρακτικό συμφέρον και την προσπάθεια να παρεμβάλλει τη θετικιστική διάκριση ανάμεσα στο γεγονός και την αξία, έννοιες περιγραφικές και επεξηγηματικές που στις μη φυσικές επιστήμες προκαλούν μια συσκότιση των ενδιαφερόντων που οδηγούν τη γνώση αυτή. Ο Χάσσερλ δίνοντας μιαν άλλη λύση στο "μαύρο πρόβατο" του ιδεαλισμού , την επιστήμη , έλεγε ότι το μόνο που
αυτή έκανε είναι να δημιουργεί μια χωρική αντικειμενικότητα η οποία αγνοούσε την πραγματική οντολογία της επιστημονικής θεωρίας της οποίας η βάση βρίσκεται στον προεπιστημονικό κόσμο της καθημερινής ζωής. Διαχωρίζοντας την προηγμένη επιστήμη από τη "θεωρία" στην αρχική της έννοια- ένα αποτύπωμα της αμετάβλητης τάξης του σύμπαντος για τον απρόσωπο παρατηρητή, ο οποίος άλλαξε τη σχέση του με τον κόσμο - ο διαχωρισμός των "αξιών" από τη θεωρία της αρχικώς ενωτικής τάσης που έχει η θεωρία. Αλλά η κριτική του Χάσσερλ στη θετική επιστήμη, η οποία εστίαζε στην απόκρυψη της επιστημονικής γνώσης από τα πρακτικά συμφέροντα, έδειξε μόνο ότι η φαινομενολογία ήταν ανίκανη να παράγει τη σωστή σχέση μεταξύ θεωρίας και αποτελέσματος :

"Αυτό που χρειαζόταν δεν ήταν μια συσχέτιση της γνώσης με το αποτέλεσμα με την επέκταση της επίδρασης της θεωρίας στην πρακτική ζωή . Αντίθετα η θεωρία μέσω της απόκρυψης του αληθινού της συμφέροντος, είχε αποκτήσει μια δική της ψευδοεπεξηγηματική εξουσία."

Η λύση του Χάμπερμας στο πρόβλημα αυτό, είναι να δείξει πως τα συμφέροντα που υποβόσκουν στη γνώση, μπορούν να παρουσιαστούν με αναφορά στο "a priori μεταφυσικό πλαίσιο" το οποίο δομεί τον τρόπο με τον οποίο οι θεωρητικές προσεγγίσεις σχετίζονται αφελώς με την πραγματικότητα.

" Μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ των λογικών κανόνων της διαδικασίας και των συμφερόντων που οδηγούν τη γνώση, μπορεί να αποδειχθεί για τρεις κατηγορίες έρευνας. Αυτός είναι ο στόχος της κριτικής θεωρίας της επιστήμης που αποφεύγει τα ολισθήματα του θετικισμού. "

Κατά συνέπεια υπάρχουν τρεις τύποι επιστήμης αντιπροσωπευτικοί των τριών βασικών προσανατολισμών συμφερόντων . Ο πρώτος τύπος " οι εμπειρικές αναλυτικές επιστήμες"
δείχνουν ένα τεχνικό ενδιαφέρον για τη γνώση με μεταφυσικό πλαίσιο αναφοράς το οποίο θέτει όρους για τον προσδιορισμό του νοήματος της αποτελεσματικότητας πιθανών ορισμών (αξιωμάτων) όπως ότι οι κανόνες για τον έλεγχο και τη δόμηση των θεωριών περιγράφονται με σαφήνεια. Είναι γεγονός ότι το ερμηνευτικό αποτέλεσμα μιας τέτοιας γνώσης υπαινίσσεται ότι τόσο η λογική δόμηση των αξιωμάτων όσο και οι συνθήκες ελέγχου αντανακλούν ένα γνωστικό ενδιαφέρον που αφορά στη διατήρηση αντικειμενοποιημένων διαδικασιών κάτω από τεχνικό έλεγχο.

Ο δεύτερος τύπος " οι ιστορικές ερμηνευτικές επιστήμες " είναι οργανωμένες κυρίως γύρω από "πρακτικά " ενδιαφέροντα με τον όρο " πρακτικά "να έχει για τον Χάμπερμας , ένα ειδικό νόημα σχετικό με τη μέθοδο με την οποία φωτίζονται τα γεγονότα : αυτή η αντικειμενικότητα παράγεται από την ερμηνευτική αντίληψη του νοήματος . Αυτό υπονοεί μια μέθοδο που αγνοεί το βασικό γνωστικό πλαίσιο του παρατηρητή μέσω του οποίου μεταδίδεται η γνώση .
Κατά συνέπεια "η ερμηνευτική έρευνα οδηγείται από αγωνία για τη διατήρηση και την επέκταση της πιθανής διϋποκειμενικής κατανόησης που είναι απαραίτητη για τον προσανατολισμό κάθε συμβολικής αλληλεπίδρασης" 10. Είναι βέβαια συζητήσιμο το κατά πόσο μια τέτοια μεθοδολογία ή έρευνα πρέπει πράγματι να οριστεί σαν επιστημονική: η έλευση συστηματικών μέσων για την επαλήθευση και τον έλεγχο φαίνεται να την αποκλείει από κάθε άλλη, παρά την πλέον γενική έννοια της" επιστήμης."

Η τρίτη κατηγορία επιστημών του Χάμπερμας , "οι συστηματικές επιστήμες δράσης" ή "επιστήμες με κριτικό προσανατολισμό" που περιλαμβάνουν την κοινωνιολογία ,τα οικονομικά και την πολιτική, παράγουν νομιναλιστική γνώση όπως και οι φυσικές επιστήμες. Αλλά στην κριτική τους μορφή δεν ικανοποιούνται με την αναζήτηση νόμων και πιθανοκρατικών αξιωμάτων: αναζητούν επιπλέον να ανακαλύψουν ποια θεωρητικά αξιώματα εκφράζουν "σχέσεις εξάρτησης" οι οποίες είναι ανοικτές στην αλλαγή διότι είναι μόνο ιδεολογικά σταθερές. Βασισμένες στην αυτοστοχαστικότητα ως μεθοδολογικό πλαίσιο αναφοράς τους, είναι επηρεασμένες από μια εξισωτική αντίληψη της γνώσης. Θα είναι σαφές για τον υποψιασμένο αναγνώστη ότι οι επιστήμες των τύπων Ι και ΙΙ , είναι βασικά αυτό που ο Χόρκχάιμερ εννοούσε με τον όρο παραδοσιακή θεωρία . Ακολούθως αυτό που ο Χάμπερμας χρησιμοποιεί ως τη διάκριση μεταξύ παραδοσιακής και κριτικής θεωρίας δεν είναι τόσο η αντίληψη της αναπαραγωγής που επικεντρώνει η θεώρηση της επιστήμης από το Χόρκχάιμερ, αλλά περισσότερο ο τύπος του συμφέροντος που παράγει γνώση . Τουλάχιστον για την αρχική περίοδο του Χόρκχάιμερ και των άλλων συγγραφέων της Φρανκφούρτης, όλη η αστική επιστήμη ήταν τελικά ιδεολογική. Αλλά για το Χάμπερμας η αστική επιστήμη δεν είναι ιδεολογική απλά γιατί βασίζεται σε έναν τεχνικό ορθολογισμό. Πάντως το γεγονός ότι ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την ανάδειξη των μηχανισμών ελέγχου και όχι για την απελευθέρωση από τον έλεγχο, της προσδίδει κάποιο ρόλο στον κατασταλτική χειραγώγηση του θεσμικού πλαισίου της κοινωνίας. Επίσης η κοινωνική επιστήμη είτε είναι βασισμένη στις αστικές σχέσεις εξουσίας είτε όχι, μπορεί να παίξει ρόλος την έγερση μιας μορφής κοινωνικής οργάνωσης στην οποία η επικοινωνία θα μπορούσε να υπάρχει ελεύθερη από την εξουσία, και με μια γενικευμένη και αβίαστη αντίληψη. Διότι αυτό είναι που καθιστά κριτικές τις κριτικές επιστήμες, δηλ. η ικανότητα να ασκούν κριτική σε προέχουσες θεσμικές ιδεολογίες, μια επιστημονική γνώση βασισμένη στο συμφέρον το οποίο επιβάλλεται στις κοινωνικές σχέσεις μη-εκμετάλλευσης. . Ο Χάμπερμας κατά συνέπεια απομακρύνεται από τις αρχικές φόρμες της κριτικής θεωρίας, από τον επιστημονικό Μαρξισμό, κυρίως αυτόν της νέας αριστεράς (έχει επιχειρηματολογήσει έντονα ότι η θεωρία της πάλης των τάξεων του Μαρξ δεν έχει πια εφαρμογή στις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, αφού η τεχνολογία και η επιστήμη έχουν γίνει η πρωταρχική παραγωγική δύναμη. Έτσι η θεωρία της υπεραξίας χρειάζεται επειγόντως αναπροσαρμογή, αφού δεν υφίστανται πλέον ταξικές διακρίσεις) καθώς και από τον "ιδιαίτερα" θετικιστικό προσανατολισμό της παραδοσιακής δυτικής επιστήμης. Κλείνοντας το δοκίμιο ο Χάμπερμας αναπτύσσει πέντε θέσεις που εκφράζουν την καθοριστική σχέση μεταξύ γνώσης και συμφέροντος. Αυτές οι θέσεις συνιστούν ένα αξίωμα της επιστημολογικής θεμελίωσης της θεωρίας της ιδεολογίας. Ο Χάμπερμας αναφέρει σ' αυτές ότι: α) οι διαδικασίες της γνώσης είναι αναπόσπαστες από τη δημιουργία και ανάπτυξη της κοινωνίας . β) η γνώση λειτουργεί για να διατηρήσει και να διευρύνει την ανθρώπινη ύπαρξη. Με δεδομένες τις δύο αυτές γενικές θέσεις ο Χάμπερμας, περνά στις επόμενες τρεις για να δώσει μια καλύτερη κατανόηση των υπαρξιακών συνθηκών στις οποίες τα συμφέροντα οδηγούν τη γνώση. Έτσι η τρίτη θέση λέει: "τα συμφέροντα που οδηγούν τη γνώση παρουσιάζονται με το μέσο της εργασίας, της γλώσσας και της εξουσίας" και αυτά τα τρία μέσα δίνουν τρεις κατηγορίες πιθανής γνώσης:
1. την πληροφορία, που επιτρέπει μεγάλο τεχνικό έλεγχο,
2. την ερμηνεία, μια πράξη προσανατολισμού στα πλαίσια των κοινωνικών ερμηνευτικών παραδόσεων ,
3. την ανάλυση που απελευθερώνει τη συνείδηση από την εξάρτησή της από δυνάμεις πραγμοποίησης -ιδεολογικά -11 και οι τρεις αντιστοιχούν στις διαφοροποιημένες Χεγκελιανές αντιλήψεις, και έτσι αναφέρονται σε συγκεκριμένες θεσμικές περιοχές μέσα στα κοινωνικά συστήματα, οι οποίες κατά συνέπεια παρουσιάζουν χαρακτηριστικά συμφέροντα - ένα κοινό παράδειγμα είναι ότι η γνώση που προέρχεται από ένα κυβερνητικό πλαίσιο θα δομηθεί με βάση το μεγαλύτερο δυνατό έλεγχο των εκτελεστικών διαδικασιών και όχι με βάση τη φορμαλιστική συνοχή της εκτελεστικής εργασίας ή δράσης με την οποία μια τέτοια διακυβέρνηση θα μπορούσε να καταστραφεί ή να υπερκερασθεί.
4. Ο Χάμπερμας θεωρεί σημαντικό να δηλώσει στην τέταρτη θέση, ότι "στη δύναμη της αυτοστοχαστικότητας η γνώση και το συμφέρον συμπίπτουν" και ότι συνεπώς τα δεδομένα της αυτοστοχαστικότητας είναι συγκεκριμένα λόγω της βάσης τους στη γλώσσα, του μοναδικού παράγοντα για τον οποίο μπορούμε να έχουμε βέβαιη γνώση και ο οποίος μας ανυψώνει πάνω από τη φύση. Αυτό το "γεγονός" αν γίνει αποδεκτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι ένα απελευθερωτικό στοιχείο της γνώσης στοχεύει στην επίτευξη της αυτοστοχαστικότητας ( η αυτοστοχαστικότητα είναι σημαντική επειδή παρέχει βασική ερμηνευτική μεθοδολογία - υποθέτοντας ότι η γλώσσα είναι τόσο άμεση όσο φαίνεται ) κι έτσι παρέχει τη βάση μιας αληθινής αντικειμενικότητας . Επίσης μας προωθεί στην πέμπτη θέση του Χάμπερμας:
5. "Η ενότητα της γνώσης και του συμφέροντος αποδεικνύεται σε μια διαλεκτική που αποκαθιστά ότι έχει απομείνει από τα ιστορικά ίχνη ενός καταπιεσμένου διαλόγου"12
και μόνο σε μια απελευθερωμένη κοινωνία η επικοινωνία θα ήταν ένας παγκόσμιος ελεύθερος διάλογος - μια αληθινή "συμφωνία" έτσι η αλήθεια έχει μια υπαρξιακά ακριβή θέση η οποία εξαρτάται από τις ελεύθερες και ανεμπόδιστες κοινωνικές σχέσεις : " Με αυτή την ευρεία αντίληψη η αλήθεια των δεδηλωμένων βασίζεται στην απαντοχή μιας ζωής χωρίς καταπίεση13 και μια καθαρή θεωρία που κρύβει τα συμφέροντα που υποκινούν τη γνώση, γίνεται υπόδουλη αυτών των ίδιων συμφερόντων που έχει αποκρύψει και είναι με την έννοια αυτή ιδεολογική : διαστρεβλώνει τα μέσα επικοινωνίας που δίνει η ίδια η κοινωνία. Αυτή η υπέρμετρη ενασχόληση με τους μηχανισμούς με τους οποίους η ίδια η γλώσσα -επικοινωνία , διαστρεβλώνεται από συμφέροντα κοινωνικά δομημένα - ακόμη και διαστρωματωμένα - εμπλέκει το Χάμπερμας σε μια ξεχωριστή χρήση της φροϋδικής θεωρίας και στη γνωστική διαδικασία που αφορά στην ψυχαναλυτική σχέση. Ο Φρόϋντ χρησιμοποιήθηκε πολύ από τους νεώτερους θεωρητικούς της Φρανκφούρτης, κυρίως το Μαρκούζε, λόγω των θεωριών του της σεξουαλικής καταπίεσης: παρόλο που ο ίδιος ο Φρόϋντ ήταν βαθιά συντηρητικός άνθρωπος, η οντογενετική και η φυλογενετική του υπόθεση μπορούν να ερμηνευτούν
(και έχουν ερμηνευτεί από το Φρομμ και άλλους) ώστε να βγει το συμπέρασμα ότι η σύγχρονη βιομηχανική,καπιταλιστική κοινωνία αντιμετωπίζει μια ακραία ψυχοσεξουαλική καταπίεση - μια μορφή ερωτικής χαλιναγώγησης (πραγμοποίησης) που είναι αντιανθρωπιστική στις συνέπειές της παρά το ότι επιτρέπει στον άνθρωπο να φτάσει σε υψηλό επίπεδο εκμετάλλευσης τόσο του περιβάλλοντός τους όσο και της κοινωνικής του οργάνωσης.
Ο Χάμπερμας υιοθέτησε τόσο τις μεταψυχολογικές θεωρίες του Φρόϋντ- τις οποίες χρησιμοποιεί στην παράδοση της Φρανκφούρτης με κριτική αντιμετώπιση της άποψης ότι η πολιτιστική ανάπτυξη του ανθρώπου καταπιέζει τα ένστικτά του – όσο και την ψυχοαναλυτική σχέση, για να επεκτείνει την άποψή του ότι ο Μαρξ είναι ένας κριτικός της ιδεολογίας , πράγμα που υπογραμμίζει τη θεωρία του της ιδεολογίας ως «συστηματικά διαστρεβλωμένης επικοινωνίας». Επομένως είναι η επικέντρωση στην κλινική περίπτωση, από ερμηνευτικής άποψης στο διάλογο μεταξύ αναλυτή και αναλυόμενου που θα μας απασχολήσει εδώ. Για το Χάμπερμας η ψυχανάλυση είναι μια θεωρία γλωσσικής αποτυχίας, μια θεωρία με την οποία και τα δύο μέλη της σχέσης φτάνουν σε μια κατάσταση αυτογνωσίας στην οποία η γνώση και το συμφέρον συμπίπτουν.. Αλλά γιατί μια δυαδική σχέση θα πρέπει να ενδιαφέρει μια θεωρία για την ιδεολογία σε πολύπλοκα κοινωνικά συστήματα; Η απάντηση βρίσκεται στο πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ο καταπιεσμένος διάλογος γίνεται καταπιεσμένος, και η γνώση των προσωπικών συναισθημάτων και συναισθηματικών καταστάσεων, συστηματικά διαστρεβλώνεται. Στη Φροϋδική θεωρία (ή καλύτερα στη θεωρία Φρανκφούρτης-Φρόϋντ για την πολιτισμική ανάπτυξη) η σύγχρονη κοινωνία καταπιέζεται συλλογικά. Πράγματι αυτή καταπίεση είναι ένας από τους βασικούς κανόνες στους οποίους δομείται η σύγχρονη κοινωνική οργάνωση. Κατά συνέπεια η «συστηματικά διαστρεβλωμένη επικοινωνία», που ενέχεται στο θεραπευτικό διάλογο μεταξύ αναλυτή και αναλυόμενου περιλαμβάνει την «κρυμμένη παθολογία της συλλογικής συμπεριφοράς και ολόκληρων κοινωνικών συστημάτων».14 Η επίγνωση του εαυτού μας μπορεί έτσι να υφίσταται διαστρέβλωση που παράγεται συστηματικά από τα θεσμικά και εξουσιαστικά μας συστήματα η οποία εκτείνεται μέχρι την κοινωνικά διαθέσιμη γνώση των αληθινών δραστηριοτήτων του κοινωνικού συστήματος μέσα στο οποίο ζούμε. Η ψυχαναλυτική σχέση, στην οποία αυτό που ήταν διαστρεβλωμένη επικοινωνία, γίνεται ελεύθερος διάλογος είναι επομένως ένα υπόδειγμα ανθρωπιστικής μεταμόρφωσης της κοινωνίας, σε ένα επίπεδο στο οποίο μια αβίαστη συμφωνία είναι δυνατή με γενικούς όρους και μέσα σ’ αυτήν πάλι η γνώση και το συμφέρον μπορούν να ταυτιστούν.
Η σύντομη και γενική ανασκόπησή μου, της κριτικής θεωρίας της Φρανκφούρτης και της επέκτασής της στην κοινωνιολογία της γνώσης από τον Γιούργκεν Χάμπερμας, θα πρέπει να κλείσει με μια αναφορά στις επιρροές προς αυτήν την κατεύθυνση που δέχθηκε ο Λούκατς. Όπως έχω κατά καιρούς επισημάνει, αυτό που βρίσκεται πίσω από το Λούκατς και της σχολή της Φρανκφούρτης είναι εξίσου σημαντικό με αυτό που επεξηγεί το συσχετισμό τους. Η Γερμανική ιδεαλιστική Φιλοσοφία δημιούργησε ένα σύνολο επιστημολογικών προβλημάτων και απαντήσεων στην προσπάθεια να ξεπεραστεί τόσο από το Μαρξισμό, όσο και από τη θετική επιστήμη. Είναι σαφές ότι αυτό που προέκυψε για την κοινωνιολογία της γνώσης από το Λούκατς και τη σχολή της Φρανκφούρτης είναι αποτέλεσμα της διαμάχης μεταξύ των τριών αυτών αμοιβαία ανταγωνιστικών θέσεων. Ο Μαρξισμός και η θετικιστική κοινωνική επιστήμη παρήγαγαν εμπειρική γνώση μη διαθέσιμη στον ιδεαλισμό, ο οποίος αντιμαχόταν πολλές από τις αρχές της, αλλά και οι δύο δεν μπόρεσαν να επιλύσουν τα επιστημολογικά προβλήματα που έθεσε ο ιδεαλισμός (κυρίως επειδή δεν τους αφορούσαν), και επίσης δεν ήταν ικανοποιητικές θεωρίες γνώσης, ο Μαρξισμός λόγω της επιμονής του σε μια ντεντερμινιστική δομή της αληθινής γνώσης, και ο θετικισμός διότι το μοντέλο της γνώσης που πρότεινε, φαίνεται να αποκλείει εντελώς το σημαντικό ερώτημα της αλήθειας. Η μόνη λύση ήταν μια αντι-θετικιστική κριτική θεωρία που περιελάμβανε τα παλιά φιλοσοφικά προβλήματα, αλλά πρότεινε ότι η λύση τους είναι ιστορικό πρόβλημα που έγκειται στην παραγωγή συγκεκριμένου είδους κοινωνικής μεταρρύθμισης. Στην περίπτωση του Χάμπερμας, ο οποίος πλησιάζει περισσότερο σε κάποιο είδος εμπειρικά επαρκούς μεθόδου, η ουσία αυτής της λύσης εκτυλίσσεται γύρω από μια σχεδόν ιδεαλιστική κατανόηση των κοινωνικών συστημάτων ως κυρίως ιδεολογικών. Το αποτέλεσμα αυτού για την κοινωνιολογία της γνώσης του Χάμπερμας, συζητείται αλλού αλλά αρκεί να αναφέρουμε στο σημείο αυτό, ότι ο Χάμπερμας βλέπει τη γνώση σαν κάτι που εξαρτάται , για το περιεχόμενο και τη δομή του, από τα συμφέροντα που χαρακτηρίζουν συγκεκριμένους σχηματισμούς. Παρά το ότι ο Λούκατς ενδιαφερόταν περισσότερο ίσως από το Χάμπερμας να προωθήσει την κοινωνική επανάσταση, ο συνδετικός τους κρίκος βρίσκεται στην αντίληψη των συμφερόντων, παρόλο που για το Λούκατς έχουν μια πιο καθορισμένη κοινωνική βάση με την έννοια ότι ο καπιταλισμός στο σύνολο του, συστηματικά παράγει γνώση, γεννώντας συμφέροντα που εξυπηρετούν το στόχο του, δηλ. την πραγματιστική εκλογίκευση.


ΙΙ. Λυσιέν Γκολντμανν: Η Κοινωνιολογία της Γνώσης και η κοινωνιολογία
της Λογοτεχνίας
Συζητώντας τα αποτελέσματα των προσεγγίσεων του Λούκατς την κοινωνιολογία επιστήμης από συγγραφείς της Σχολής της Φρανκφούρτης, υπογράμμισα το ενδιαφέρον τους για μεθόδους διάκρισης ανάμεσα στις φυσικές, ιστορικές και κοινωνικές επιστήμες. Γενικότερα, μπορεί να υποστηριχθεί οι κοινωνιολογίες της γνώσης λειτουργούν σαν μια πολεμική ενάντια στο μεθοδολογικό ιμπεριαλισμό των παραδειγμάτων των φυσικών επιστημών, κυρίως όταν αντιμετωπίζονται σαν οχήματα μιας ενοποίησης ανάμεσα στο Μαρξισμό και τη νέο - Χεγκελιανή διαλεκτική φιλοσοφία.
Ο Λούκατς θεωρώντας το προλεταριάτο ικανό να πραγματοποιήσει μια εμπειρική επανάσταση σε επιστημολογικά θέματα, αναζωπύρωσε τη μαρξιστική θέση της κοινωνικής επανάστασης με τη Χεγκελιανή ιδέα του τέλους της ιστορίας, και της αυτογνωσίας του αντικειμένου. Μέσα σ’ αυτόν τον αστερισμό διανοουμενίστικων, μια θεμελιώδης αντιπάθεια στο θετικιστικό επιστημονισμό, καλλιεργήθηκε. Θα μπορούσε κανονικά να οδηγήσει σε έναν ουμανισμό, μια όψη της ιστορίας που θα επικέντρωνε στην ιδέα ενός «ουσιώδους ανθρώπου», ενέχοντας έναν βασικό ατομισμό. Ο Λυσιέν Γκόλντμανν στήριξε τη δουλειά του σχετικά με τη κοινωνιολογία της Λογοτεχνίας, πάνω σε μια Λουκασιανή κοινωνιολογία της γνώσης και διακριτά περιέχει αυτά τα στοιχεία του νέο – Χεγκελισμού, ουμανισμού, αντι-θετικισμού και ιστορικισμού.
Χωρίς να συζητήσουμε σε βάθος τις συνεισφορές του Γκόλντμανν, θα ήταν δύσκολο να δείξουμε με τι τρόπους επέδρασε στην κοινωνιολογία της γνώσης ουσιαστικά. Ο περιορισμένος χώρος παρόλα αυτά μας υποχρεώνει να αρκεστούμε σε αναφορές στο magnus opus του Γκόλντμανν ( «ο κρυμμένος Θεός» ) και είμαστε φυσικά υποχρεωμένοι να επικεντρώσουμε στο μικρό βιβλίο του Γκόλντμανν «Οι ανθρωπιστικές επιστήμες και η Φιλοσοφία» που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1952. Αυτό το βιβλίο-στην πραγματικότητα ένα εκτενές δοκίμιο-είναι το πλέον κατάλληλο αναφορικά με το καθήκον μου σαν παρουσιαστή, αφού περιέχει σε συμπυκνωμένη μορφή την πλειονότητα των θεωρήσεων του Γκόλντμανν που ενέχονται στην εμπειρική του εργασία.
Θεωρούμενο σαν μια πολεμική ενάντια στις γενικές κατευθύνσεις ανάπτυξης της κοινωνιολογικής θεωρίας, ταυτόχρονα μεθοδολογικά αλλά και κατ’ ουσία, το βιβλίο περιέχει μια σαφέστατη δήλωση έννοια σαν το Λούκατς,να διατηρήσει ένα βήμα φιλοσοφικού διαλόγου για το Μαρξισμό επειδή πίστευε ότι η φιλοσοφία έχει να κάνει με «θεμελιώδεις αλήθειες που αφορούν των εργαλείων που ο Γκόλντμανν χρησιμοποίησε στις αναλύσεις του, από τον Καντ, το Ρακίνα και τον Πασκάλ, και αργότερα από τους Ροπμ-Γκριγιέ και άλλους σύγχρονους συγγραφείς. Με το να ονομάζει και να προσδιορίζει τους θεωρητικούς του στυλοβάτες, ο Γκόλντμανν επεδίωκε να υποδείξει ότι τα φιλοσοφικά θέματα- αν και είχαν εξορισθεί από τις φυσικές επιστήμες, όφειλαν να καταλαμβάνουν ένα σημαντικό ρόλο στη γνώση, την οποία οι ανθρωπιστικές επιστήμες «παράγουν», μέσα από την κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα. Επιθυμούσε δηλαδή, με μιαν στις σχέσεις των ανθρώπων με άλλους ανθρώπους και των ανθρώπων με το σύμπαν» και κατά συνέπεια ότι τέτοιες αλήθειες υπήρχαν στα θεμέλια και στη μεθοδολογία των ανθρωπιστικών επιστημών. Φυσικά εδώ-όπως οφείλει άλλωστε δημιουργείται μια σύγχυση: ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το που ακριβώς ο Γκόλντμανν τοποθετεί την καθαρή μεθοδολογία για τις θετικές επιστήμες ή για το αν πραγματικά οι ανθρωπιστικές επιστήμες θα έπρεπε να υπάρχουν εντελώς ξεχωριστά από τη Φιλοσοφία. Περισσότερο αφηνόμαστε σε μια αμφιταλάντευση – όπως κάνει και ο ίδιος ο Γκόλντμανν – ανάμεσα σε αποφασιστικές μη εμπειρικές φιλοσοφικές γενικεύσεις σχετικά με την ανθρώπινη κοινωνική ύπαρξη, και σε εμπειρικές δηλώσεις σχετικά με τις υπαρξιακές συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συγκεκριμένες μεθοδολογίες παράγονται. Στην πραγματικότητα η σύγχυση παράγεται από τη σύλληψή του για την επιστήμη, την οποία ο Γκόλντμανν υποδεικνύει. Σε μια κριτική του επιστημονισμού, κάποιος περιμένει ορισμούς της επιστήμης και της επιστημονικής γνώσης: αλλά ο Γκόλντμανν παρέχει μόνο αναγνωρίσεις.
Η φυσική επιστημονική γνώση βασίζεται σε ένα μοντέλο-αυτό των φυσικοχημικών επιστημών- ενώ η «ανθρώπινη επιστημονική γνώση» ποικιλοτρόπως ορίζεται ως μια «σύνθεση περιγεγραμμένων αφαιρέσεων»- «συμπαγής» μάλλον παρά αφαιρετική- ή ως σπουδή των ανθρωπίνων «πράξεων» με δομικούς όρους, κίνητρα και τις «αλλαγές που υποθάλπει» και κατευθύνει ώστε να συλλάβει «τα ουσιαστικά ζητήματα της ανθρώπινης ζωής». Απλά δεν υπάρχει καμιά αναφορά στην «ανθρώπινη επιστημονική γνώση», ως συστηματικά ορισμένη ή σε σύνδεση με λειτουργικές συνθήκες. Με δεδομένες αυτές τις συγχύσεις που είναι παρούσες πιστεύω στις περισσότερες αντιεπιστημονικές θεωρίες που κατευθύνονται προς την ιστορική και κοινωνιολογική γνώση, ο Γκόλντμανν παρουσιάζει μια συγκροτημένη κοινωνιολογία της γνώσης, την οποία θα εκθέσω.
Ο Γκόλντμανν υποστηρίζει ότι η κοινωνιολογία, κυρίως στις μη μαρξιστικές της μορφές, έχει μετατραπεί σε απλό υπηρέτη του οργανωμένου καπιταλισμού, ο οποίος όλο και περισσότερο κατευθύνεται προς την υποστήριξη και τη διεύρυνση των στόχων της «τεχνοκρατίας».Σ’ αυτήν τη διαδικασία η κοινωνιολογία κινήθηκε προς την επίλυση «μικροκοινωνιολογικών» προβλημάτων περισσότερο, παρά προς τα σημαντικότερα ζητήματα της ιστορικής αλλαγής. Κάποτε μια κριτική πειθαρχία, η κοινωνιολογία- και κυρίως η αμερικανική κοινωνιολογία- όριζε τον εαυτό της με τρόπους εξήγησης και εξομάλυνσης των προβλημάτων προσαρμογής, σε μια τεχνολογική, εκλεπτυσμένη καπιταλιστική κοινωνία και εννοούσε ότι η έρευνα «έχει χάσει τις ποιοτικές αλλαγές στις κοινωνικές δομές και τις ιστορικές διαστάσεις των κοινωνικών γεγονότων». Οι αιτίες γι’ αυτό το λεπτομερές μεθοδολογικό ενδιαφέρον στις ακριβείς λεπτομέρειες, δεν είναι απλά μια λειτουργία της κοινωνιολογίας προς όφελος των συμφερόντων του καπιταλισμού, αλλά ένα αποτέλεσμα της σύγχυσης σχετικά με τις επιστημονικές αξίες και τη σχέση ανάμεσα στα φυσικά και κοινωνικά γεγονότα, και την υποταγή της κοινωνικής επιστήμης στις μεθόδους των φυσικοχημικών επιστημών:

«Για μερικούς αιώνες τώρα, είχαμε μια αξία αναλλοίωτη, που τη μοιραζόμασταν όλες οι κοινωνικές ομάδες, τον έλεγχο της φύσης. Αυτή η αξία έχει επιτρέψει την κατασκευή ενός σημαντικού κορμού των φυσικοχημικών επιστημών, που είναι μονομιάς αντιιστορικός, μη διαλεκτικός και εξαιρετικά αποτελεσματικός με μια χειραγωγική έννοια.»

Οι ανθρωπιστικές επιστήμες όταν υπόκεινται σε μια παρόμοια μεθοδολογική επιχειρηματολογία, μοιάζουν παρόλα αυτά να συμμετέχουν ελάχιστα στην κατεύθυνση των «θετικών» αποτελεσμάτων (νομιμοποιούμαστε να ρωτήσουμε: θετικά σε ποιόν;). Η «ακριβής» επιστήμη δε φαίνεται να λειτουργεί στο πλαίσιο των κοινωνικών θεωριών. Η πιθανότητα μιας κοινωνίας υψηλής τεχνολογίας, παρόλα αυτά (με αυτορύθμιση των οικονομικών μηχανισμών και παραγωγικές δυνάμεις παραδομένες στα χέρια των ειδικών) θα επέτρεπε στις κοινωνικές επιστήμες να λειτουργήσουν μ’ αυτόν τον τρόπο και να βοηθήσουν στην αποτροπή κάθε ανθρώπινης παρεμβολής στην τάξη μιας τέτοιας κοινωνίας. Ο Γκόλντμανν άρα ισχυρίζεται ότι μια προσπάθεια να μετατραπεί η κοινωνιολογία σε επιστημονική, είναι μια προσπάθεια να την αποτρέψει να δει την κοινωνία σα σύνολο, σαν ένα ιστορικό πλαίσιο ανοιχτό στις αλλαγές. Χρησιμοποιεί δε, την κοινωνιολογία της γνώσης σα βάση της κριτικής μιας τέτοιας κοινωνιολογίας, αφού αυτή κατευθύνεται προς την ανάλυση των υπαρξιακών βάσεων των κοινωνιολογικών μεθοδολογιών. Η άποψή του λοιπόν αναφορικά με την κοινωνιολογία της γνώσης, υπαινίσσεται ότι κατευθύνεται προς τη δημιουργία – ή τη διατήρηση – της ιστορικής, φιλοσοφικής και ουμανιστικής κοινωνιολογίας και ενάντια στις σύγχρονες φόρμες μιας ιστορικής «επιστημονικής» κοινωνιολογίας. Η κριτική μιας ιστορικής κοινωνιολογίας, θεμελιώνεται σε μια θεώρηση της κοινωνιολογίας ως πειθαρχία που δεν μπορεί κατ’ αρχήν να διακριθεί από την ιστορία: 18

Κάθε κοινωνικό γεγονός είναι ιστορικό γεγονός και αντίστροφα. Ακολούθως η ιστορία και η κοινωνιολογία μελετούν τα ίδια φαινόμενα και η καθεμιά αγγίζει μια αληθινή πλευρά αυτών των φαινομένων. Αλλά η εικόνα που η πειθαρχία δίνει στην καθεμιά τους θα είναι αναγκαστικά τμηματική και αφηρημένη...(είναι αναγκαίο) να εγκαταλειφθεί κάθε αφηρημένη κοινωνιολογία και όλη η αφηρημένη ιστορία με σκοπό να αποκτηθεί μια συμπαγής επιστήμη της ανθρώπινης πραγματικότητας, που μπορεί να είναι μόνο ιστορική
Κοινωνιολογία ή κοινωνιολογική ιστορία. Είναι γεγονός ισχυρίζεται, ότι δεν μπορεί να υπάρξει συμπαγής κοινωνιολογική γνώση που δεν είναι ιστορική- με τον όρο «συμπαγής»
εννοεί μια «σύνθεση δικαιολογημένων αφηρημένων εννοιών»- συνεπώς η δικαιολόγηση προέρχεται από μια περιοχή την οποία ο Γκόλντμανν αποδέχεται, αλλά η οποία βρίσκεται σε συνεχή σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες ή ευρύτερες αξίες. Τέτοιες αξίες θα συμπεριληφθούν στον τρόπο που ο Γκόλντμανν αναλύει την κοινωνιολογία της γνώσης, η οποία παρέχει: 19 Την κατανόηση των κυρίων ρευμάτων της σύγχρονης κοινωνιολογίας (μέχρι το 1950), της φύσεις της σχέσης τους με τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, της κατεύθυνσής τους προς το κέντρο αυτής της πραγματικότητας, και των κοινωνικών πλαισίων που είναι ικανά να αυξήσουν ή να μειώσουν τη θετική αξία τους ως οργάνων γνώσης. Παρέχοντας μια τέτοια προσέγγιση και συγκεκριμένα στην εξίσωσή του της ιστορίας με την κοινωνιολογία, ο Γκόλντμανν επιχειρηματολογεί για μια πολύ σημαντική επιστημολογική διάκριση, ανάμεσα στον εμπειρικό ορθολογισμό από τη μια και στη διαλεκτική σκέψη από την άλλη. Απλά ο Γκόλντμανν υποστηρίζει ότι ο εμπειρικός ορθολογισμός, εμπεριέχει πολύ οξεία διάκριση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου – ΕΓΩ και ΕΜΕΙΣ –και δεν αφορά παρά μια καθαρά θετικιστική ιστορία. Η διαλεκτική σκέψη αντικαθιστά τη διχοτομία ΕΓΩ/ΕΜΕΙΣ με το ιστορικό ΕΜΕΙΣ- υπονοώντας μια φιλοσοφία της ιστορίας και ειδικά μια ιστορική επιστημολογία. Έτσι δημιουργεί μια ιστορική συνείδηση που ξεπερνά το ΕΓΩ του ρασιοναλισμού. Τα στοιχεία που αναζητά η συνείδηση αυτή είναι : «της μεταμορφώσεως του ενεργού υποκειμένου στη διαλεκτική σχέση ΑΝΘΡΩΠΟΙ-ΚΟΣΜΟΣ, με άλλα λόγια της μεταμορφώσεως της ανθρώπινης κοινωνίας.» Μια τέτοια οπτική παράγει μια συγκεκριμένη αντίληψη του περιεχομένου της κοινωνικοϊστορικής γνώσης20. Το αντικείμενο των ιστορικών επιστημών (της ιστορίας-κοινωνιολογίας του Γκόλντμανν) είναι οι ανθρώπινες ενέργειες κάθε χρόνου και τόπου, στο βαθμό που είχαν ή έχουν σημασία ή επιδρούν στην ύπαρξη και δομή της ανθρώπινης ομάδας και παίζουν έτσι καθοριστικό ρόλο για την ύπαρξη και τη δομή της σύγχρονης ή μελλοντικής ανθρώπινης κοινωνίας.
Ένας ορισμός ο οποίος περιλαμβάνει όχι μόνο «συλλογικά φαινόμενα» αλλά επίσης τη δράση και συμπεριφορά σημαντικών ιστορικών προσώπων, στο βαθμό που οι ίδιοι επηρεάζουν ή που το έργο τους εκφράζει αξίες και πιστεύω της κοινωνικής ομάδας από την οποία προέρχονται, ή την οποία αντιπροσωπεύουν. Βέβαια αυτό οδηγεί σε παραπέρα διάκριση μεταξύ κοινωνικής και «ατομικής» επιστήμης: Η φυσική για παράδειγμα εμπλέκεται στην επεξήγηση εξωτερικά αισθητών στοιχείων, ενώ η κοινωνιολογία-ιστορία, πρέπει να αντιλαμβάνεται τη σημασία μιας δράσης για τους δρώντες, με δύο τρόπους: σε σχέση με μια συνειδητή σημασία για τους δρώντες και την αντικειμενική σημασία της, στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό τους περιβάλλον το δυαδικό αυτό μοντέλο παράγει προβλήματα: ποια είναι η σχέση μεταξύ «ατομικής συνείδησης και αντικειμενικής πραγματικότητας» (δηλ. ο ρόλος των ιδεολογιών) στη θεωρητική και μεθοδολογική ανάπτυξη της κοινωνιολογίας της γνώσης;
Αυτό το πρόβλημα των «ιδεολογιών» ο Γκόλντμανν το παρουσιάζει με τους όρους του ζητήματος της αντικειμενικότητας στις κοινωνικές επιστήμες. Συζητώντας την εργασία των Λούκατς, Βέμπερ και Ντούρκχάιμ, παρουσιάζει τα μεθοδολογικά επιχειρήματα σαν το ειδοποιό στοιχείο των μη μαρξιστικών από τις μαρξιστικές κοινωνιολογίες. Το επιχείρημα του Γκόλντμανν έχει εδώ δύο πλευρές. Πρώτον, τονίζει τη «μερική ταυτότητα του υποκειμένου και του αντικειμένου της γνώσης» λόγω του ότι βασίζεται στο ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον της ανθρώπινης επιστημονικής γνώσης:
Έτσι η αντικειμενικότητα πρέπει να είναι ένα εντελώς διαφορετικό πρόβλημα από τη φυσική, όπως αυτές εκτίθενται στην ανθρωπιστική κοινωνική επιστήμη. Δεύτερον, κάθε διάκριση μεταξύ «υλιστικής» και πνευματικής πλευράς της ανθρώπινης πραγματικότητας πρέπει να οδηγεί σε επικίνδυνες ασάφειες λόγω της «ολικής» φύσης αυτής της πραγματικότητας- μια νέο Χεγκελιανή άποψη παρμένη απευθείας από την κριτική του Λούκατς για την «αστική» κοινωνική επιστήμη. Κατά συνέπεια ο κοινωνικός θεωρητικός πρέπει να αναζητά την αποκατάσταση της «συμπαγούς και ολικής πραγματικότητας» περιλαμβάνοντας στη μελέτη των κοινωνικών γεγονότων, «την ιστορία των θεωριών για τα γεγονότα αυτά» και τη θέση τους σε ένα συνολικό κοινωνικό και ιστορικό περιβάλλον.
Για τον Γκόλντμανν η ερμηνεία της αντικειμενικότητας που έδωσαν οι Βέμπερ και Ντουρκχάιμ, ήταν ανεπαρκής διότι βασιζόταν στον μεμονωμένο κοινωνιολόγο για να την εξασφαλίσει και δεν ασχολιόταν με την - αμφισβητούμενη – ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου στην ανθρωπιστική κοινωνική επιστήμη. Πάντως, παρά τη διαφοροποίηση του Λούκατς από αυτούς, σε αυτό το σημείο και οι τρεις τους μοιράζονται την ίδια άποψη, με δύο κύρια σημεία: Πρώτο η επιστήμη από μόνη της δεν μπορεί να θέσει λογικά κριτήρια αξιών. Δεύτερο ο θεωρητικός θα πρέπει να εμποδίζει παραμορφώσεις των αναλύσεών του από τις προσωπικές του αξίες. Αλλά η αναγνώριση αυτών των στοιχείων, παρά το ότι είναι αναγκαία για την επιστήμη, δεν είναι αρκετή για την αντικειμενικότητα. Ο Ντούρκχάιμ για παράδειγμα, δεν βλέπει καμιά οντολογική διαφορά
μεταξύ φυσικών και κοινωνικών γεγονότων, όπως ότι η έλλειψη αντικειμενικότητας στη φυσική επιστημονική εργασία είναι ελάχιστα προσωπική ιδιοσυστασία, ενώ οι βασικές προϋποθέσεις αξιών προηγούνται της έρευνας στις ανθρώπινες επιστήμες, λόγω των διαφορετικών συμφερόντων και αξιών, μεταξύ των κοινωνικών τάξεων: στην κοινωνία δεν υπάρχουν κοινές αντιλήψεις αξιών που να υπογραμμίζονται από την κοινωνική επιστήμη, όπως συμβαίνει με τη φυσική επιστήμη. Τόσο ο Βέμπερ όσο και ο Ντούρκχάιμ είναι συντηρητικοί κοινωνιολόγοι λόγω της θέσης τους ως εκπροσώπων των αστικών αξιών, υποστηρίζει ο Γκόλντμανν, και λόγω του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο βρισκότανη γερμανική και γαλλική μεσαία τάξη όταν αυτοί παρήγαγαν το έργο τους: Η «Καρτεσιανή αισιοδοξία» του Ντούρκχάιμ, εκφράζει την «αισιόδοξη παράδοση μιας αστικής τάξης που είχε βέβαια ενοχληθεί, αλλά ελάχιστα από την ανάπτυξη του προλεταριάτου που θα μπορούσε να στραφεί εναντίον της- το δικό της κοινωνικό όραμα»22. Από την άλλη μεριά, ο Βέμπερ, ήταν μέλος μιας αστικής τάξης υπό πρόκληση από το σοσιαλιστικό κίνημα, το οποίο εμπεριείχε τη θεωρητικά δυναμική παράδοση των Μαρξ και Ένγκελς. Κατά τον Γκόλντμανν, αυτό εξηγεί τόσο το ενδιαφέρον του Βέμπερ για το έργο του Μαρξ, όσο και τις μεθοδολογικές υπεκφυγές του, τη συνείδηση που είχε για την επίδραση των αξιών –κριτηρίων στην κοινωνικοεπιστημονική εργασία. Πάντως, ο Βέμπερ, θεωρούσε δυνατό το διαχωρισμό μεταξύ αξιών, οι οποίες καθώς ήταν επιλεγμένα αντικείμενα μελέτης ήταν βαθιά ριζωμένες- και αξιών που επηρέαζαν την πορεία της έρευνας και οι οποίες μπορούσαν να εξαλειφθούν. Με την έννοια αυτή ήταν δεκτικός απέναντι σε κάθε κοινωνικό ντετερμινισμό της σκέψης. Ο Λούκατς αντίθετα, κατά τον Γόλντμανν, ξεπέρασε τα μειονεκτήματα της μη- μαρξιστικής κοινωνιολογίας διότι αποδέχθηκε πλήρως τις επιπτώσεις του να θεωρείται όλη η σκέψη ως κοινωνικά καθορισμένη (αυτό πάντως δεν είναι σωστό. Ο Λούκατς ήθελε να εξασφαλίσει αυτονομία για την αισθητική γνώση ), πράγμα που τόσο ο Ντούρκχάιμ όσο και ο Βέμπερ απέρριπταν. Παρά το γεγονός ότι αυτή είναι μια σοβαρή παρανόηση, κυρίως του έργου του Ντούρκχάιμ, που απλώνεται ευρέως στο δόγμα του « αντιμετωπίστε τα κοινωνικά γεγονότα ως πράγματα » αγνοώντας τις ΒΑΣΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΓΟΝΗΣ ΔΙΑΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗΣ ο Γκόλντμανν θεωρεί ότι η εξωτερίκευση των αντικειμένων μελέτης χαρακτηρίζει τη σύγχρονη μαρξιστική κοινωνιολογία. Η Μεθοδολογία, με τη στενή έννοια της εφαρμογής της έρευνας, έχει αντικαταστήσει τη θεωρία, ως τον στόχο της κοινωνιολογικής εργασίας επειδή κατευθύνεται προς την υποβάθμιση του ανθρώπινου παράγοντα στο επίπεδο των αντικειμένων των φυσικών επιστημών. Αλλά βέβαια η υιοθέτηση του «κοινωνικού ντετερμινισμού» και η ακόλουθη αναγνώριση των κοινωνικών επιρροών των κριτηρίων αξιών την επιστήμη, θέτει το πρόβλημα του σχετικισμού. Ο Γκόλντμανν παίρνει τη λύση του Λούκατς για το πρόβλημα αυτό, τη δυναμική ή «αποδιδόμενη» συνείδηση του προλεταριάτου, της τάξης που θα προσφέρει τον εαυτό της ως το αρνητικό της ταξικής κοινωνίας, και της αντιμετώπισής της ως αντικείμενο. Την αντίληψη του προλεταριάτου ταυτόχρονα ως αντικείμενο και ως υποκείμενο της κοινωικοεπιστημονικής γνώσης, όπως η συνειδητοποίηση της απόλυτης ιδέας κατά το Χέγκελ, ο Γκόλντμανν τη θεωρείκυρίως μεταφυσική άποψη: είναι πολύτιμη ως μια «ιδανική άποψη» περισσότερο, παρά ως έκφραση της πραγματικότητας. Αντίθετα για να λυθεί με άλλο τρόπο το πρόβλημα του σχετικισμού, ο Γκόλντμανν προτείνει τη σύνθεση δύο στοιχείων που εν μέρει σχετίζονται με την κοινωνιολογία της γνώσης του Λούκατς.

1. Ο Γκόλντμανν λέει ότι «οι προοπτικές και οι ιδεολογίες», στις επιπτώσεις τους στην επιστημονική σκέψη, διακρίνονται ως εξής: “κάποια κριτήρια- αξίες επιτρέπουν καλύτερα από άλλα την κατανόηση της πραγματικότητας” Η ΜΕΘΟΔΟΣ διάκρισης μεταξύ της αξιοπιστίας των εμπλεκομένων κοινωνιολογιών, είναι έτσι, ο έλεγχος της ικανότητάς τους να εξηγούν πώς άλλες θεωρίες «ως κοινωνικά και ανθρώπινα φαινόμενα αποκαλύπτουν την ακεραιότητά τους και ξεκαθαρίζουν χρησιμοποιώντας έντονα κριτικές αρχές, τις ατέλειες και τους περιορισμούς τους»23.
2. Η ανάπτυξη μιας θεωρίας με την ευρύτερη δυνατή μορφή και φάσμα κατανόησης , η οποία είναι για τον Γκόλντμανν ο Μαρξισμός. Πάντως ο Γκόλντμανν αναγνωρίζει κάποια προβλήματα στην άποψη αυτή για τη λύση του σχετικισμού. Πρώτον, υπάρχουν περιορισμοί στη διαθέσιμη γνώση για τις «ανερχόμενες τάξεις» που ίσως δεν υπάρχουν καν για τις «ενεργές» τάξεις. Δεύτερον, ίσως υπάρχουν περιορισμοί που εμποδίζουν την «πιθανή συνείδηση»- τη μέγιστη γνώση μιας τάξης- από το να είναι εντελώς αληθινή. Πάντως, παρά αυτούς τους περιορισμούς, είναι δυνατό κάποια μεμονωμένα άτομα, να ξεπεράσουν το επίπεδο γνώσης όλων των κοινωνικών τάξεων, που υπάρχουν στον καιρό τους. Αυτή η δυνατότητα παρέχεται μέσω ενός εκλεκτισμού από πλευράς του υποθετικού αυτού ατόμου – συνθέτει όλα τα στοιχεία της αλήθειας που προέρχονται από τις προοπτικές των διαφόρων τάξεων και συμμάχων σ’ αυτήν τη σύνθεση «στοιχείων κατανόησης» η οποία κοινωνικά δεν είναι συνηθισμένοι. Έτσι ο επιστήμονας σε ορισμένες περιπτώσεις, λόγω του ότι αναζητά την αλήθεια ως ηθική αξία και λόγω της θέλησής του να παράγει την πιο κατανοητή γνώση της πραγματικότητας , μπορεί να μεγεθύνει «τα όρια της αληθινής συνείδησης μιας τάξης σε μια δεδομένη εποχή»- η θέση του καθώς εκτίθεται σε διαφορετικές θεωρίες, του επιτρέπει, σε πολύ ιδιαίτερες συνθήκες, να παράγει μιαν επέκταση της αντικειμενικής αλήθειας πέρα από τα όρια της ομάδας στην οποία ανήκει. Αυτό επιβάλλει την κρίσιμη ανάμιξη της ανάλυσης των ιδεολογιών, τις δυνατότητες των διαφόρων ταξικών απόψεων για την αποκάλυψη της «αλήθειας». Για μια διαλεκτική κοινωνιολογία της γνώσης, ακολούθως πρέπει να χρησιμοποιηθεί μια μέθοδος «γενετική» «υλική» και «ψυχική»: - “ο συνολικός χαρακτήρας της ανθρώπινης δραστηριότητας και ο άρρηκτος δεσμός μεταξύ της ιστορίας των κοινωνικών και οικονομικών γεγονότων και της ιστορίας των ιδεών24 , πρέπει να ληφθούν υπόψη. Η προχωρημένη κοινωνιολογία της γνώσης του Γκόλντμανν, εκτός από τη νέο- Χεγγελιανή θεωρία του όλου, στηρίζεται επίσης και σε μια άποψη της κοινωνίας που λείπει από το Μαρξ, σε μια θεώρηση της κοινωνικής ζωής που αποτελείται από τρία «κύρια δομικά στοιχεία». Το πρώτο απ’ αυτά- «η ιδιαίτερη σημασία της οικονομικής ζωής»- είναι καθαρά Μαρξιστικό με την έννοια ότι αναφέρεται κυρίως στην αντίληψη των μορφών και των δυνάμεων παραγωγής. Πάντως τα υπόλοιπα δύο- «η εξέχουσα ιστορική λειτουργία των κοινωνικών τάξεων», και «η άποψη της δυναμικής συνείδησης»- είναι συμπληρωματικά στη μαρξιστική άποψη της κοινωνίας και σχετίζονται με την άποψη του Γκόλντμανν, ότι η αναγνώριση της ύπαρξης αληθινής επιστήμης, υπαινίσσεται απόψεις αληθινής ή ψεύτικης συνείδησης στην κοινωνική ζωή (με την έννοια ότι δεν μπορεί να υπάρξει ταυτόχρονα αληθινή και μερική συνείδηση) αντλώντας από τη θέση αυτή ότι «η κατηγορία της ολότητας φέρει την επιστημονική αρχή για την κατανόηση της κοινωνικής ζωής»25. Στη θετική επιστημονική ανάλυση του Μαρξ, η προσέγγιση, υποδεδειγμένη από την προγενέστερη εργασία του, οι αντιλήψεις των μορφών, δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής ήταν τα βασικά στοιχεία του θεωρητικού του συστήματος, πριν από κάθε άλλη προσπάθεια σύλληψης και αναγκαία για κάθε ανάλυση της κοινωνικής δομής. Είναι ξεκάθαρο ότι εδώ ο Γκόλντμανν πηγαίνει ακόμα πιο μακριά, μιλώντας για ξεχωριστό δομικό στοιχείο της δυναμικής συνείδησης. Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της σχεδόν- μαρξιστικής θέσης του Γκόλντμανν για τη δυναμική συνείδηση και του ορθόδοξου επιστημονικού μαρξισμού, βρίσκεται βεβαίως στον ορισμό του των κοινωνικών τάξεων. Ο Γκόλντμανν κατηγορεί τη μη-μαρξιστική Κοινωνιολογία τόσο για «άγνοια» των κοινωνικών τάξεων όσο για την άρνησή της να καθορίσει τις κοινωνικές ομάδες ως τάξεις με όρους κυρίως θέσεις στη μορφή της παραγωγής και συνείδησης. Ο ορισμός του παρέχει μια γέφυρα με την έννοια ότι περιλαμβάνει τρία στοιχεία, δύο δομικά και ένα δομικο-αντίληψης, οι τάξεις πρέπει να οριστούν, αν πρόκειται να αποτελέσουν επαρκή βάση κοινωνικής ανάλυσης ως:
(1) έχουσες «συγκεκριμένη λειτουργία στην παραγωγή»
(2) έχουσες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ τους
(3) τη βάση αυτού που ο Γκόλντμανν αποκαλεί «κοσμοθεωρίες»: “ Από το τέλος της αρχαιότητας ως τις μέρες μας, οι κοινωνικές τάξεις έχουν αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά των κοσμοθεωριών.”
Αυτό είχε σημαντικές επιπτώσεις, τόσο στην άποψη του Γκόλντμανν για τη δυναμική συνείδηση όσο και στο σύνολο του κοινωνιολογικού συγγραφικού του έργου. Οδηγεί σε δύο βασικά συμπεράσματα που περιλαμβάνουν τον ορισμό των τάξεων με όρους συνείδησης ( και όχι αντίστροφα που είναι η καθαρά μαρξιστική θέση ). Πρώτον η τελική θέση της εσωτερικής δομής “μιας φιλοσοφίας, ενός καλλιτεχνικού ή λογοτεχνικού ρεύματος” δεν είναι άλλη κοινωνική ομάδα παρά μια τάξη και οι δεσμοί της με την κοινωνία. Δεύτερον «το μέγιστο της δυναμικής συνείδησης μιας κοινωνικής τάξης, πάντα
Συνιστά μια ψυχολογικά αντιληπτή κοσμοθεωρία η οποία μπορεί να εκφραστεί με τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία ή και την τέχνη 27. Και ακολουθεί ο άξονας του ορισμού του Γκόλντμανν για την ιδεολογία: οι ιδεολογίες είναι μερικές ενώ οι κοσμοθεωρίες συνολικές. Έτσι οι κοσμοθεωρίες υπάρχουν μόνο στις τάξεις- και μάλιστα σε εκείνες που έχουν συνεχή επίδραση στην «ολότητα της ανθρώπινης κοινωνίας»- ενώ οι ιδεολογίες είναι παράγωγα μη ταξικών κοινωνικών ομάδων και παρακμιακών κοινωνικών τάξεων. Η διάδοση αυτού του ορισμού της τάξης και η μη εμπειρική διάκριση της ιδεολογίας- κοσμοθεωρίας, είναι προφανής για τον αναγνώστη. Οι τάξεις είναι κοινωνικές ομάδες που διαθέτουν «κοσμοθεωρίες»: έτσι οι κοσμοθεωρίες είναι η έκφραση της ολικής δυναμικής συνείδησης της τάξης. Οι ιδεολογίες- μερική γνώση της κοινωνίας- παράγονται μόνο από κοινωνικές ομάδες. Έτσι οι τάξεις δεν μπορούν να παράγουν ιδεολογίες και καμμιά υπάρχουσα «κοσμοθεωρία» δεν μπορεί να αποδοθεί σε ομάδα. Άρα η άποψη της «δυναμικής συνείδησης» είναι κεντρική για την κοινωνιολογία της γνώσης του Γκόλντμανν. Πώς όμως την παρουσιάζει; Επιστρέφοντας στη συζήτηση για τη διαφοροποίηση μεταξύ ειδών επιστήμης, ο Γκόλντμανν μιλάει για διάκριση μεταξύ τριών ποιοτικά διαφορετικών επιστημονικών μεθόδων που βασίζονται σε μια οντολογική διάκριση μεταξύ «αδρανούς», «ζώσας»και «συνειδητής ύπαρξης» (η πειραματική γνώση της χημείας της ζωής και η πιθανότητα δημιουργίας της στο εργαστήριο, φυσικά αποδυναμώνει αυτήν τη διάκριση). Φυσικοχημικές, βιολογικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, με βασική αρχή των τελευταίων τη δυναμική συνείδηση28. Πραγματικά αποτελεί το «βασικό εργαλείο της επιστημονικής σκέψης στις ανθρωπιστικές επιστήμες.» Ενώ η φυσική επιστήμη λαμβάνει υπόψη δύο επίπεδα γνώσης, την «ιδανική» της μορφή και το επίπεδο γνώσης που τελικά επιτυγχάνεται, οι κοινωνικές επιστήμες πρέπει να υπολογίσουν έναν «ενδιάμεσο παράγοντα, δηλ το μέγιστο της δυναμικής συνείδησης των τάξεων που αποτελούν την υπό ανάλυση κοινωνία.» 29 Αλλά βέβαια η πραγματική διάκριση της δυναμικής από την αληθινή συνείδηση, πρέπει να γίνει με την έννοια ότι η αληθινή συνείδηση είναι το αποτέλεσμα αληθινών συνθηκών κάτω από τις οποίες υπάρχει η ταξική συνείδηση. Η δυναμική συνείδηση εκφράζει τις δυνατότητες που έχει η τάξη στη διάθεσή της μέσα σε μια δεδομένη κοινωνική δομή. Η αληθινή συνείδηση είναι λοιπόν η «συλλογική συνείδηση» μιας τάξης σε καθορισμένη στιγμή της ιστορίας της. Αυτό το γεγονός (επηρεασμένο καθαρά από την ανάλυση του Λούκατς για την προλεταριακή συνείδηση με την πραγματική και «αποδιδόμενη» έννοια) έχει τεράστια σημασία για τη μελέτη συγγραμμάτων αφού επιτρέπει στον αναλυτή να δει πνευματικά και καλλιτεχνικά φαινόμενα «ως εκφράσεις μιας συλλογικής συνείδησης» με την εξής επακόλουθη επιχειρρηματολογία30 : Κάθε διαμαρτυρία είναι το έργο ενός συγγραφέα και εκφράζει τον τρόπο που αυτός σκέπτεται και αισθάνεται, αλλά αυτές δεν είναι ξεχωριστές οντότητες σε σχέση με τις πράξεις και συμπεριφορές των άλλων ανθρώπων. Υπάρχουν και μπορούν να κατανοηθούν μόνο με τους όρους των διϋποκειμενικών σχέσεών τους που τους προσδίδουν τη χροιά και τον πλούτο τους. Η ταξική θέση έτσι παράγει, στη βάση της σφαιρικότητας των σχέσεων μεταξύ προσώπων και κοινωνίας, αυτό που ο Γκόλντμανν αποκαλεί μια «ψυχική δομή» κοινή μεταξύ των μελών αυτής της τάξης.31 Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ολόκληρη η πνευματική παραγωγή αποτελεί ταξικές θέσεις. Μόνο αυτή που εκφράζει μια κοινή δομή μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική. Οι κοσμοθεωρίες επομένως είναι «κοινωνικά γεγονότα που αντιπροσωπεύονται ικανά και κατανοητά από μεγάλα φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά έργα, το περιεχόμενο των οποίων καθορίζεται από «το μέγιστο της δυναμικής συνείδησης της κοινωνικής τάξης γενικότερα.»32 Η κοινωνιολογία της γνώσης μπορεί να μελετά τις κοσμοθεωρίες σε δύο διαφορετικά επίπεδα. Στο επίπεδο της αληθινής συνείδησης, ή με όρους της έκφρασής τους στην τέχνη, λογοτεχνία και φιλοσοφία- τα δύο επίπεδα είναι ασφαλώς συμπληρωματικά, παρά το ότι το δεύτερο είναι πιο ξεκάθαρο. Έχει αποτελέσει τον κορμό της πλειονότητας του έργου του Γκόλντμανν στην κοινωνιολογία της Φιλολογίας (και ειδικότερα η άποψη της «τραγικής οπτικής» όπως εφαρμόζεται στα έργα του Πασκάλ του Ρακίνα και του Καντ- όπως αυτή υφίσταται ως αστική κοσμοθεωρία.) Περιέργως ο Γκόλντμανν υποστηρίζει ότι ο αριθμός των κοσμοθεωριών είναι καθορισμένος με την έννοια ότι είναι μικρότερος από τον αριθμό των τάξεων στην Ιστορία. Έτσι ένας κατάλογος κοσμοθεωριών θα ήταν μεθοδολογικά πρωθύστερος της ταυτοποίησης των κοινωνικών τάξεων και οδηγείται αναγκαστικά σε μια βασικά ιδεαλιστική κοινωνιολογία της γνώσης, η οποία θα δημιουργεί κοινωνικές ομάδες- «φορείς» συγκεκριμένων γνωστικών συστημάτων. Χωρίς αμφιβολία στο έργο του Γκόλντμανν υπάρχει μία τάση μεταξύ ιδεαλισμού και υλισμού, που εκφράζεται καλύτερα στις απόπειρές του να δημιουργήσει μια κοινωνιολογία γνώσης. Αλλά βέβαια, αυτό επιδρά στο σύνολο του έργου του επίσης, και φαίνεται καθαρά από το ότι υιοθετεί την άποψη της «τραγικής οπτικής» που παίρνει από το νεαρό Λούκατς ο οποίος έγραψε το έργο «Το πνεύμα και οι Μορφές» (ένα βιβλίο για την κριτική της Φιλολογίας, 1911) για να χαρακτηρίσει τις συμπεριφορές των Γάλλων ευγενών του 17ου αιώνα και την εμπλοκή τους με τον Γιανσενισμό. Στον «κρυμμένο Θεό» αργότερα, χρησιμοποιεί την άποψη της «τραγικής οπτικής» – που σημαίνει κατά το Λούκατς την οπτική ενός κόσμου τον οποίο έχει εγκαταλείψει ο Θεός και παρά το γεγονός αυτό πρέπει να βιωθεί από τον τραγικό ήρωα με το μάτι του Θεού πάνω του –για να περιγράψει την κοσμοθεωρία ενός στοιχείου της μεσαίας τάξης, και τα προβλήματά του να προσαρμοστούν στις κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις, μέσω της ανάλυσής του για το Φιλόσοφο-Θεολόγο Πασκάλ και το θεατρικό συγγραφέα Ρακίνα. Βεβαίως η άποψη της «τραγικής οπτικής» είναι κατά κάποιον τρόπο προ-Μαρξιστική, με βάσεις στον Λούκατς, προέρχεται κυρίως από τις νέο καντιανές επιρροές σε αυτόν. Αλλά όπως έχω τονίσει και αλλού, κάθε κοινωνιολογική ανάλυση πνευματικών φαινομένων, φέρεται να χρησιμοποιεί ιδεαλιστικές απόψεις, εκτός και αν τείνει προς έναν δογματικό υλισμό. Είναι προς τιμήν του Γκόλντμανν το ότι δημιούργησε έναν κορμό αυθύπαρκτης εργασίας στην οποία η τάση μεταξύ ιδεαλισμού και υλισμού παράγει ικανοποιητική εξήγηση των πολλαπλών εσωτερικών σχέσεων της κοινωνίας και των πολιτιστικών της εκφράσεων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Max Horkheimer, Traditionelle und Kritische Theorie, Zeitschrift für Sozialforschung, Heft 2, 1937 (ανατύπωση στη συλλογή δοκιμίων του Χόρκχάιμερ, Kritische Theorie I-II, Frankfurt, 1968). Επίσης δύο άρθρα του Goran Therborn στην επιθεώρηση New Left Review, τόμοι 63 και 68, 1970 και 1971.
2. Horkheimer ,Kritische Theorie,ΙΙ, σελ.146
3. Όπως πιο πάνω , σελ.193
4. Όπως πιο πάνω, σελ.162
5. Όπως πιο πάνω , σελ.187
6. Όπως πιο πάνω , σελ.170
7. Αυτό το δοκίμιο ‘Κnowledge and interest’ στο D.Emmet και Α.ΜacIntyre (εκδ) Sociological Theory and Philosophical Analysis, London, 1970, σελ. 36-53.
8. Όπως πιο πάνω , σελ.42
9. Όπως πιο πάνω, σελ.43-44
10. Όπως πιο πάνω , σελ.49-50
11. Όπως πιο πάνω , σελ.50
12. Όπως πιο πάνω , σελ.51
13. Όπως πιο πάνω, σελ.50-51
14. J.Habermas, ‘Towards a theory of communicative competence’ στο H.P.Dreizel (εκδ), Recent Sociology No2, London, 1971, σελ. 117-118.
15. Lucien Goldmann, The Human Sciences and Philosophy, London,1969, σελ.21.
16. Όπως πιο πάνω , σελ.15
17. Όπως πιο πάνω, σελ.16
18. Όπως πιο πάνω , σελ.23
19. Όπως πιο πάνω , σελ.18-19
20. Όπως πιο πάνω , σελ.29
21. Όπως πιο πάνω, σελ.35
22. Όπως πιο πάνω , σελ.41
23. Όπως πιο πάνω, σελ.53
24. Όπως πιο πάνω , σελ.62
25. Όπως πιο πάνω , σελ85
26. Όπως πιο πάνω , σελ102
27. Όπως πιο πάνω, σελ.102-103
28. Όπως πιο πάνω, σελ.112
29. Όπως πιο πάνω , σελ.118
30. Όπως πιο πάνω , σελ128
31. Όπως πιο πάνω , σελ.127
32 Όπως πιο πάνω , σελ.129


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ : ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Χ. ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ
( από το βιβλίο του P.Hamilton,’Knowledge and Social
Structure’,London and Boston, 1974 )